Τα αντικείμενα που ανακοίνωσαν ότι εντόπισαν οι αρχές στο διαμέρισμα του Τσουτσουβή στην Κυψέλη (έξι ηλεκτρονικοί πυροκροτητές, 145 κοινοί πυροκροτητές, μηχανήματα εκτύπωσης, κουκούλες, περούκες, γάντια και πρωτότυπο της προκήρυξης για τη δολοφονία του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου) έπαιξαν σημαντικό ρόλο -μαζί με την απουσία άλλων ονομάτων επί 17 χρόνια- για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πρόσωπο των οργανώσεων ένοπλης βίας στην Ελλάδα. Το πόσο καθοριστικός ήταν τελικά ο ρόλος Τσουτσουβή στις εξελίξεις θα επιβεβαιωθεί μόνον όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Γεννημένος το 1953, ο Χρήστος Τσουτσουβής εμφανίζεται αρχικώς να είναι μέλος του ΠΑΚ την περίοδο της χούντας όντας φοιτητής στο Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα εκλογικός αντιπρόσωπος για το ΠΑΣΟΚ. Στον ΕΛΑ φέρεται να δραστηριοποιείται το 1976 αξιώνοντας ρόλο ενθουσιώδους υποστηρικτή δραστικών ενεργειών. Φέρεται να έχει συμμετοχή και στη συμπλοκή του Ρέντη το 1977, στην οποία σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασσίμης. Αναφέρεται επίσης ότι αποχώρησε από τον ΕΛΑ μετά τη δολοφονία Μπάμπαλη τον Ιανουάριο του 1979 και πήρε μαζί του μεγάλο μέρος από τον οπλισμό της οργάνωσης -πράγμα που ανάγκασε άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο «Φιλίπ» να αναζητήσουν βοήθεια και συνεργασία από το διεθνή τρομοκράτη Κάρλος.
Ο δυναμισμός του χαρακτήρα φαίνεται πως έπαιξε επίσης ρόλο για να αποδοθούν στον Τσουτσουβή οι εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα της Αθήνας πριν από τα Χριστούγεννα του 1980 (με την υπογραφή όμως της οργάνωσης «Οκτώβρης '80»).
Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, αποχωρώντας ο Τσουτσουβής από τον ΕΛΑ ιδρύει την οργάνωση «Αντικρατική Πάλη», η οποία δολοφονεί την 1η Απριλίου 1985 τον εισαγγελέα Γεώργιο Θεοφανόπουλο. Εχετε ήδη μπερδευτεί με τα ονόματα των οργανώσεων των οποίων ήταν μέλος ή δημιουργός ο Τσουτσουβής; Αυτό, κατά τις αρχές, αποδεικνύει την πολυδιάσπαση του χώρου των οργανώσεων ένοπλης βίας στη δεκαετία του '80, τις αρχηγικές επιδιώξεις των μελών τους και τη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» με τη 17Ν.
Η συμπλοκή στου Γκύζη ξεκίνησε όταν σε τυχαίο αστυνομικό έλεγχο ο Τσουτσουβής δεν υπάκουσε, τράβηξε όπλο, σκότωσε τρεις αστυνομικούς και σκοτώθηκε κι ο ίδιος! Οι αρχές τότε προτίμησαν, αντί της εκδοχής του αδίστακτου πιστολά που πουλά ακριβά το τομάρι του, να διαρρεύσουν πως ο Τσουτσουβής δεν ήταν μόνος του και ο σύντροφός του τον αποτελείωσε όταν είδε πως είχε τραυματιστεί.
Με τον Τσουτσουβή συνδέθηκε μία ακόμη γιάφκα πέραν εκείνης στην Κυψέλη που εντοπίστηκε μετά το θάνατό του. Πρόκειται για το υπόγειο της οδού Καλαμά 25 στα Σεπόλια στο οποίο έφτασαν οι αρχές -και συγκεκριμένα η Πυροσβεστική, αφού επρόκειτο για πλημμυρισμένη κατοικία- στα τέλη Νοεμβρίου 1986. Μέσα στο υπόγειο βρέθηκαν μεταξύ άλλων έξι 45άρια πιστόλια, τέσσερα περίστροφα, δύο αυτόματα, επιθετικές χειροβομβίδες, κυνηγετικά όπλα, 2.000 σφαίρες και άλλα. Σύμφωνα με τις αρχές, η βαλλιστική έρευνα έδειξε ότι τα 45άρια είχαν χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία Θεοφανόπουλου. Στοιχείο που μπέρδεψε τις έρευνες ήταν ένα κλειδί που βρέθηκε στην ίδια γιάφκα και ειπώθηκε ότι άνοιγε το κλεμμένο «Σίμκα» που είχε χρησιμοποιήσει η 17Ν στη δολοφονία Γουέλς το 1975. Ομως, πάνω στην κλειδοθήκη βρέθηκε χαρτάκι στο οποίο ο Τσουτσουβής είχε καταγράψει τον αριθμό αυτοκινήτου που η 17Ν χρησιμοποίησε ως όχημα διαφυγής στην επίθεση κατά των Πέτρου και Σταμούλη το 1980... Ενώ η 17Ν το 1987 σε προκήρυξή της ανέφερε πως για να βάλει μπροστά το «Σίμκα» χρησιμοποίησε τα καλώδια της μίζας και όχι κλειδί.
Α
Μπάτσοι του Γκύ
Σήμερα κλείνουν 29 χρόνια απο τη δολοφονία του Χρήστου Τσουτσουβή στο Γκύζη. Ο Τσουτσουβής ήταν ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλεως που έπεσε στην Ελλάδα, ύστερα απο καταδίωξη και σκληρή μάχη παίρνοντας μαζί του και τα τρία ένστολα γουρούνια που τον καταδίωκαν. Έχω περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσουτσουβή στο μυαλό μου, τόσες που πλέον μου είναι αδύνατων να διαχωρίσω την πραγματικότητα απο την ψευδαίσθηση. Τον γνώρισα ποτέ, η όχι; Κάναμε ποτέ παρέα, η όχι;; Ξενυχτήσαμε τελικά βράδια ολόκληρα συζητώντας…η όχι;; Το μόνο σίγουρο είναι πως το Γκύζη η περιοχή που γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζώ, έχει τον δικό της “άγιο”…και όσο οξύμωρος κι αν είναι αυτός ο χαρακτηρισμός για έναν αναρχικό και δη αντάρτη πόλης, είναι απλά ένα λογοπαίγνιο του σήμερα, που τιμάει ένα έθιμο του χθές. Γιατί κάποτε στα χωριά μέσα απο τέτοιους θανάτους, “γεννούσαν” τους αγίους…
Ο Τσουτσουβής έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε πολλούς κυρίως λόγο της μαχητικότητας του, της γενικότερης άμεσης και παθιασμένης αντιεξουσιαστικής του στάσης, αλλά και δράσης. Το όνομα του είναι συνώνυμο του θάρρους και αν κάποιος αντιληφθεί πραγματικά το πότε έδρασε και το τι επικρατούσε κοινωνικά εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, τότε μιλάμε ξεκάθαρα για έναν ήρωα.
Για την ιστορία: εκείνη την περίοδο το “σοσια-λιστικό” ΠΑΣΟΚ είχε ανέβει στην εξουσία και χάριζε λεφτά με την σέσουλα, χρήμα αέρα κοπανιστό και διορισμούς ρουτίνας στο δημόσιο με αίτηση απο το”περίπτερο”. (που λέει ο λόγος). Όλη η Ελλάδα είχε μπεί στον φαύλο κύκλο του “Δανείζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, για να αγοράσω πράγματα που δεν χρειάζομαι, με σκοπό να εντυπωσιάσω ανθρώπους που δεν συμπαθώ”. Ο πεσιμισμός και η ματαιοδοξία ήταν λέξεις σχεδόν άγνωστες σε μία χώρα άξεστων που ξαφνικά είχαν όλοι φράγκα, γεμάτες τσέπες και όνειρα. Μικροαστικά όνειρα και προοπτικές ανάπτυξης που σήμαιναν το ξεκίνημα ενός εφιάλτη όπως τελικά αποδείχτηκε, του εφιάλτη αυτού, που σήμερα βιώνουμε τον επίλογο του.
Εκτός του χρήματος που έρεε και της ανάπτυξη των πάντων, που ως σκοπό είχαν να αποτελειώσουν αυτό το τερατογεννές εξάμβλωμα που ονομάζεται ελληνικός λαός, στον Ευρωπαίο πλέον ελληναρά η ενασχόληση με την πολιτική φάνταζε μπανάλ και ντεμοντέ. Το ΚΚΕ (η πάλαι άλλοτε αντισταστιακό τέρας) είχε ήδη εκπνεύσει τον επιθανάτιο ρόγχο του και αναπαυμένο εν ειρήνη στην συστημική του πολυθρόνα φτιασιδωνόταν πυρετωδώς για τα “εγκαίνια” της συγκυβέρνησης με τη δεξιά που θα έκανε μερικά χρονάκια αργότερα.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν όχι αναρχικός (ΑΝΑΡΧΟ…τι;), ούτε κάν αριστερός, αλλα γενικότερα η λέξη πολιτικοποιημένος ήταν απο μπανάλ εως άγνωστη…
Αυτό είναι το μεγαλείο όλων όσων διάλεξαν να χαράξουν αντίθετη ρώτα στο τότε, και αυτό πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε, χωρίς να μειώνετε φυσικά κανένας αγώνας, όποτε και όπου κι αν έγινε. Όλοι οι αγώνες είναι για κάποιον λόγο ιδιαίτεροι και ξεχωρίστοι, όμως δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο παρά ίσοι, γι’αυτό δεν γίνονται εξάλλου; Για την ισότητα και το όλα για όλους. Ο Τσέ είχε πεί οτι “Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό”. Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν μπορούσε παρά να φερθεί ρεαλιστικά και να επιδιώξει το αδύνατο. Οπλίστηκε και βγήκε στην παρανομία σε μία εποχή που όλος ο κόσμος πήγαινε στη “νόμιμο” χρήμα…και όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξει, απο τον κόσμο των ζωντανών νεκρών, διάλεξε εκείνων της αθανασίας! Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν έφυγε ποτέ, αρκεί να ψάξει κάποιος πίσω απο λέξεις και θα τον συναντήσει σε φράσεις, όπως αυτή: “Η συνείδηση καθορίζει την ύπαρξη”.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΒΗ. ΜΠΑΤΣΟΙ ΤΟ ΓΚΥΖΗ ΚΑΤΙ ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ. ΕΝΑΣ, ΤΡΕΙΣ!
Ενοπλες ομάδες όπως η “Επαναστατική Φράξια για την Ανατροπή – Χρήστος Τσουτσουβής” έκαναν χτυπήματα σε καπιταλιστικούς στόχους για να τιμήσουν την μνήμη του.
Συνθήματα σε τοίχους και πορείες με αναφορά στο όνομα του, τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτόν, αφιερώματα σε αναρχικά έντυπα δείχνουν ότι ο θάνατος του Τσουτσουβή δεν πέρασε απαρατήρητος από ένα μεγάλο μέρος του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Mόλις τελείωσε το σχολείο στην Kόρινθο ο Xρήστος χάθηκε από συγγενείς και φίλους. Kάπου κάπου τηλεφωνούσε στους γονείς του και τους έλεγε ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν και ότι σπουδάζει αρχιτεκτονικό σχέδιο στην Aυστρία και παράλληλα δουλεύει σε μια μεγάλη πολυεθνική.
Ο ίδιος ζούσε στην βαθειά παρανομία στην Αθήνα και εκτός απ’ τους συντρόφους του κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γ’ αυτόν.
Mέλος του Eπαναστατικού Λαϊκού Aγώνα από το 1976 έως το 1980, αποχώρησε λόγω ιδεολογικών αλλά και επιχειρησιακών διαφωνιών. Ηταν θιασώτης της σκληρής ένοπλης αντιπαράθεσης κι όχι των συμβολικών χτυπημάτων με βόμβες.
Έφτιαξε την Aντικρατική Πάλη.
.
Tίποτα.
Kαταδίωξη.
Kαι μετά μίλησαν τα όπλα. Tρεις μπάτσοι νεκροί (Μπούρας, Δουγενής, Γεωργίου), αλλά και ο Xρήστος Tσουτσουβής.
Ο επίλογος για τους μπάτσους ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χ. Τσουτσουβή που έδωσαν στις εφημερίδες, ξέπνοο με τα μάτια ανοιχτά και τα βλέφαρα στερεωμένα με σελοτέιπ.
Για κάποιους άλλους όμως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το σημείο ηρωικής αναφοράς.
.
Το κείμενο αυτό ας μην εκτιμηθεί σαν συμβατική επιμνημόσυνη ρητορική «κατάθεση».
Όσοι έχουν τέτοια (ανεγκέφαλη…) προδιάθεση, ας γυρίσουν σελίδα. Ο Τσουτσουβής δεν σκοτώθηκε για να τον βαλσαμώσουν στα ανέξοδα ουρλιαχτά τους (θρηνητικά ή ψευτο«απειλητικά»…) οι άκαπνοι ζωντανοί των «επαναστατικών» γυμναστήριων. Το πρόταγμα που αναδεικνύεται αφορά την όξυνση της σύγκρουσης. Ο συμβιβαστικός κοινωνισμός, η φολκλορική ελευθεριακότητα, ο ηττοπαθής ταχτικισμός, η συναινετική πολιτικότητα: είναι οι πρακτικές καταγραφές του ρεφορμιστικού εκφυλισμού που «φιλοδοξεί», σήμερα, να απαλλοτριώσει την εξεγερτική διάσταση του αναρχικού λόγου. Το κείμενο αυτό «προτείνει» έναν προσδιορισμό της «μνήμης» στη βάση της σύγκρουσης με το Κράτος και τ’ αφεντικά. Το δικό μας «τιμή στον Τσουτσουβή» δεν απευθύνεται στους ποικιλώνυμους αναρχίζοντες καταναλωτές του νεοαριστερίστικου κρετινισμού…
Αν οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, οι δρόμοι της επανάστασης τί είναι; Και πώς συνδέονται αυτά τα δύο; Ποιο ένστικτο ακατανίκητο προσδιορίζει την ένωση τους στη Πράξη της ανατροπής; Η ενέργεια της ζωής. Είναι αφελείς όσοι αντιλαμβάνονται τη ζωή έξω από τα ανθρώπινα μέτρα της μέσα στην κοινωνία. Λοιπόν, θέλετε να επέμβετε στην ζωή; Καταστρέψτε τους κοινωνικούς θανάτους που την αφυδατώνουν. Αφού δεν μπορείτε ή δεν θέλετε, ασχοληθείτε καλύτερα με τα παιδάκια και τη δουλίτσα σας.
Στις 15/5/85, σε ένοπλη συμπλοκή με μπάτσους στου Γκύζη, σκοτώνεται ο αγωνιστής της «Αντικρατικής Πάλης», Χρήστος Τσουτσουβής. Οι βρικόλακες της Εξουσίας στήνουν τον χορό του μίσους, του ρεβανσισμού αλλά και του φόβου τους, γύρω από το πτώμα του επαναστατημένου ανθρώπου· ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος και οι τρεις νεκροί αστυνομικοί εκείνης της νύχτας, επιβεβαιώνουν την αυτοφυή δυνατότητα της ζωής να ανακαλύπτει και να πραγματώνει τη διαλεκτική της εξέλιξης της.
Η πολιτική είναι η αλλοτριωτική υπαγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης στη σφαίρα των μεγεθών και των μετρήσεων. Ξεπερνώντας το τεχνοκρατικό τέλμα των στατιστικών υπολογισμών και της μπακαλίστικής ταχτικολογίας, θα συναντήσουμε την επανάσταση. Η επανάσταση είναι βαθύτατα αντιπολιτική και η βία της επανάστασης είναι η δικαίωση της ανθρώπινης διαμαρτυρίας για τους όρους και τα δεδομένα της αθλιότητας.
Όταν οι μπάτσοι, σε συνεργασία με τους καθεστωτικούς δημοσιογράφους, αποκρύψανε τη μέρα της κηδείας του Χρήστου (δηλώθηκε η 22/5, ενώ έγινε στις 21/5) και στη συνέχεια αποδύθηκαν σε μια βρώμικη προσπάθεια κατασυκοφάντησης του νεκρού επαναστάτη, η αδελφή του χρησιμοποίησε τη λέξη «σκουλήκια» για να χαρακτηρίσει το ήθος τους. Την ίδια ακριβώς λέξη, φορτισμένη με τη μεγαλύτερη απέχθεια, αποδίδουμε σήμερα και στους «συντρόφους» που έχουν μετατρέψει σε επωδό των τσιριχτών τους το πρόστυχο σλόγκαν «καραγκιόζηδες κουμπουροφόροι». Ας μη πετάνε λάσπη στην ομορφιά και την εντιμότητα του αγώνα, που είναι έτη φωτός μακριά από το κομματίστικα μαγαζάκια τους και τις μίζερες μικροΐντριγκες του σαχλού και βαλτωμένου μπλα-μπλα τους.
Η ταχτική της προβοκατόρικης παραπληροφόρησης στα πέριξ των Εξαρχείων και η μπατσίστικη νοοτροπία των ανώνυμων επιστολών, δεν έχει καμία σχέση με το ήθος του ανθρώπου που ήταν αφιερωμένος στον επαναστατικό ταξικό αγώνα από τα 19 του χρόνια ενώ σήμερα οι φορείς της πιο χυδαίας κριτικής εναντίον του είτε γκομενίζουν, είτε συγκροτούν μέτωπο με τους κλαψουρίζοντες κατοικίδιους «αμφισβητίες».
Η ζωή δεν είναι μια απατηλή λάμψη. Αυτή την αίσθηση προσπαθεί να επιβάλλει το καθεστώς των εμπόρων και των κρατιστών. Η ζωή ορίζεται με τη δύναμη και τη διάρκεια της επιθυμίας για ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη. Ό,τι επεμβαίνει ανασταλτικά πρέπει να τσακίζεται. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να συγκρουστούμε; Πόσο μαλάκας είναι ο «αναρχικός» που εκφυλίζει το βίωμα της υποτέλειας σε παιχνιδιάρικη διάθεση για ανώδυνους …εναλλακτισμούς; Εναλλακτισμούς που μετατρέπουν τις ριζικές ανάγκες και τα επαναστατικά αιτήματα σε μπαλαντέρ για την οργανωμένη επινοητικότητα των αφεντικών. Η μακαριότητα, ο εφησυχασμός και η βιντεόπληκτη μιζέρια των μικροαστών πρέπει να τινάζονται κάθε φορά στον αέρα. Οι τσαρλατάνοι της μικρομεσαίας χυδαιότητας ουρλιάζουν αφιονισμένοι κάθε φορά «καλά κάνατε στο κάθαρμα».
Αμέτρητα «καθάρματα» θα κουρελιάσουν τη βαρβαρότητα των εξουσιαστικών μύθων. Ο επαναστατικός ανθρωπισμός δεν είναι αφηρημένο καλολογικό στοιχείο στη πληκτική ποίηση αυτής της καθημερινότητας. Η ηθική και η ευαισθησία που περιέχονται στην επαναστατική βία δεν γίνεται να συγκρίνονται με τα συνώνυμα τους στον σημερινό κόσμο: όσοι το κάνουν παίζουν το παιχνίδι της επιβεβλημένης κουλτούρας. Φούντωσαν πάλι οι έριδες. Τι νόημα έχουν; Το μπιστόλι στο αμειβόμενο χέρι του μπάτσου κόβει τον γόρδιο.
Αν η Θεωρία επιθυμεί να μας κάνει καλοκάγαθους αμνούς, ας την αφήσουμε να ρέψει στα συρτάρια και τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Το φάντασμα του Χρήστου, του κάθε Τσουτσουβή σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη, στοιχειώνει τον ύπνο των βαστάζων της Εξουσίας. Δημιουργώντας παντού εστίες έντασης. Δεν είναι εύκολο. Ανακαλύπτοντας συνεχώς τις ανατρεπτικές δυσκολίες, παρατάμε στη νωθρότητα και τη πλήξη τους τις λογικές της αδράνειας και του πασιφισμού. Το μεμονωμένο να γενικευτεί. Και η γενίκευση να μη βρει ποτέ τελικά όρια, αντλώντας διαρκώς από το μίσος και την επιθυμία.
Δεν χρειάζεται, ούτε και πρόκειται να κατασκευάσουμε ήρωες. Ο επαναστάτης δεν είναι ιδιότητα, και πολύ περισσότερο δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Όταν οι ένστολοι έμμισθοι δούλοι του Κράτους σκότωναν τον Χρήστο, ασκούσαν το δικό τους εκβιασμό στη συνείδηση των καταπιεσμένων. Όμως ο θάνατος από τα πυρά της Εξουσίας είναι ένας τρόπος να της αντισταθείς. Ποια δύναμη γεννά και ωθεί τους επαναστάτες; Η ακύρωση της ζωής μέσα στους θεσμούς και τις αξίες πολιτισμού του Κράτους. Πώς θα ορίσουμε αυτό που γίνεται;
Θα οριστεί μόνο του. Το πρόβλημα δεν είναι το χάσιμο των αλυσίδων. Είμαστε όλοι απόκληροι και περιθωριοποιημένοι. Γι αυτό ακριβώς σαρκώνουμε το κέντρο της ιστορικής κοινωνικής δημιουργίας. Τα επαναστατικά υποκείμενα αυτοαποκαλύπτονται χωρίς προλόγους. Βία στη βία της εξουσίας. Σαν αντίδραση, σαν απάντηση, σαν θέση, σαν διαρκή πράξη. Αυτός ο διεστραμμένος και εγκληματικός κόσμος δεν αφήνει περιθώρια για νεκρώσιμες ρητορείες. Το μνημόσυνο των νεκρών συντρόφων θα τελεστεί στα αποκαΐδια των ανακτόρων της Κυριαρχίας. Είναι σαν παραμύθι γεμάτο δράκους. Η λογική του είναι βασισμένη στο έγκλημα.
Από τη σκοτωμένη ευαισθησία του εξουσιαζόμενου μαθητή μέχρι τη σκοτωμένη ζωή του Τσουτσουβή -όλα τα πράγματα σε τούτον το κωλόκοσμο κρύβουν έναν φόνο. Αν το αίμα είναι το νέκταρ και η αμβροσία των αφεντικών, ας πιουν και να χορτάσουν το δικό τους. Τα νεροπίστολα της ρητορικής έξαρσης δεν αρκούν. Το πρόβλημα της βίας το θέτει η ίδια η διαλεκτική της δόμησης του εξουσιαστή πολιτισμού. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του κοινωνικού επαναστάτη Χρήστου Τσουτσουβή …και η επαναστατική μνήμη συνεισφέρει την ενέργειά της στην συγκρότηση των επαναστατικών προοπτικών.
(Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ENANTIA, αριθμός φύλλου 8, Ιούνης – Ιούλης 1990)
.
Το αδιέξοδο μιας αντίληψης
Γεια χαρά, Χρήστο.
Μάης 1985
Αναδημοσίευση από :ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
ζη κάτι σας θυμίζει…
Σήμερα κλείνουν 29 χρόνια απο τη δολοφονία του Χρήστου Τσουτσουβή στο Γκύζη. Ο Τσουτσουβής ήταν ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλεως που έπεσε στην Ελλάδα, ύστερα απο καταδίωξη και σκληρή μάχη παίρνοντας μαζί του και τα τρία ένστολα γουρούνια που τον καταδίωκαν. Έχω περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσουτσουβή στο μυαλό μου, τόσες που πλέον μου είναι αδύνατων να διαχωρίσω την πραγματικότητα απο την ψευδαίσθηση. Τον γνώρισα ποτέ, η όχι; Κάναμε ποτέ παρέα, η όχι;; Ξενυχτήσαμε τελικά βράδια ολόκληρα συζητώντας…η όχι;; Το μόνο σίγουρο είναι πως το Γκύζη η περιοχή που γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζώ, έχει τον δικό της “άγιο”…και όσο οξύμωρος κι αν είναι αυτός ο χαρακτηρισμός για έναν αναρχικό και δη αντάρτη πόλης, είναι απλά ένα λογοπαίγνιο του σήμερα, που τιμάει ένα έθιμο του χθές. Γιατί κάποτε στα χωριά μέσα απο τέτοιους θανάτους, “γεννούσαν” τους αγίους…
Ο Τσουτσουβής έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε πολλούς κυρίως λόγο της μαχητικότητας του, της γενικότερης άμεσης και παθιασμένης αντιεξουσιαστικής του στάσης, αλλά και δράσης. Το όνομα του είναι συνώνυμο του θάρρους και αν κάποιος αντιληφθεί πραγματικά το πότε έδρασε και το τι επικρατούσε κοινωνικά εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, τότε μιλάμε ξεκάθαρα για έναν ήρωα.
Για την ιστορία: εκείνη την περίοδο το “σοσια-λιστικό” ΠΑΣΟΚ είχε ανέβει στην εξουσία και χάριζε λεφτά με την σέσουλα, χρήμα αέρα κοπανιστό και διορισμούς ρουτίνας στο δημόσιο με αίτηση απο το”περίπτερο”. (που λέει ο λόγος). Όλη η Ελλάδα είχε μπεί στον φαύλο κύκλο του “Δανείζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, για να αγοράσω πράγματα που δεν χρειάζομαι, με σκοπό να εντυπωσιάσω ανθρώπους που δεν συμπαθώ”. Ο πεσιμισμός και η ματαιοδοξία ήταν λέξεις σχεδόν άγνωστες σε μία χώρα άξεστων που ξαφνικά είχαν όλοι φράγκα, γεμάτες τσέπες και όνειρα. Μικροαστικά όνειρα και προοπτικές ανάπτυξης που σήμαιναν το ξεκίνημα ενός εφιάλτη όπως τελικά αποδείχτηκε, του εφιάλτη αυτού, που σήμερα βιώνουμε τον επίλογο του.
Εκτός του χρήματος που έρεε και της ανάπτυξη των πάντων, που ως σκοπό είχαν να αποτελειώσουν αυτό το τερατογεννές εξάμβλωμα που ονομάζεται ελληνικός λαός, στον Ευρωπαίο πλέον ελληναρά η ενασχόληση με την πολιτική φάνταζε μπανάλ και ντεμοντέ. Το ΚΚΕ (η πάλαι άλλοτε αντισταστιακό τέρας) είχε ήδη εκπνεύσει τον επιθανάτιο ρόγχο του και αναπαυμένο εν ειρήνη στην συστημική του πολυθρόνα φτιασιδωνόταν πυρετωδώς για τα “εγκαίνια” της συγκυβέρνησης με τη δεξιά που θα έκανε μερικά χρονάκια αργότερα.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν όχι αναρχικός (ΑΝΑΡΧΟ…τι;), ούτε κάν αριστερός, αλλα γενικότερα η λέξη πολιτικοποιημένος ήταν απο μπανάλ εως άγνωστη…
Αυτό είναι το μεγαλείο όλων όσων διάλεξαν να χαράξουν αντίθετη ρώτα στο τότε, και αυτό πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε, χωρίς να μειώνετε φυσικά κανένας αγώνας, όποτε και όπου κι αν έγινε. Όλοι οι αγώνες είναι για κάποιον λόγο ιδιαίτεροι και ξεχωρίστοι, όμως δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο παρά ίσοι, γι’αυτό δεν γίνονται εξάλλου; Για την ισότητα και το όλα για όλους. Ο Τσέ είχε πεί οτι “Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό”. Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν μπορούσε παρά να φερθεί ρεαλιστικά και να επιδιώξει το αδύνατο. Οπλίστηκε και βγήκε στην παρανομία σε μία εποχή που όλος ο κόσμος πήγαινε στη “νόμιμο” χρήμα…και όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξει, απο τον κόσμο των ζωντανών νεκρών, διάλεξε εκείνων της αθανασίας! Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν έφυγε ποτέ, αρκεί να ψάξει κάποιος πίσω απο λέξεις και θα τον συναντήσει σε φράσεις, όπως αυτή: “Η συνείδηση καθορίζει την ύπαρξη”.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΒΗ. ΜΠΑΤΣΟΙ ΤΟ ΓΚΥΖΗ ΚΑΤΙ ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ. ΕΝΑΣ, ΤΡΕΙΣ!
Άλφα Στερητικό
Για την ιστορία
Ο Χρήστος Τσουτσουβής υπήρξε ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλης με τον Κασσίμη. Ισως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το πρόσωπο που τιμήθηκε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο.Ενοπλες ομάδες όπως η “Επαναστατική Φράξια για την Ανατροπή – Χρήστος Τσουτσουβής” έκαναν χτυπήματα σε καπιταλιστικούς στόχους για να τιμήσουν την μνήμη του.
Συνθήματα σε τοίχους και πορείες με αναφορά στο όνομα του, τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτόν, αφιερώματα σε αναρχικά έντυπα δείχνουν ότι ο θάνατος του Τσουτσουβή δεν πέρασε απαρατήρητος από ένα μεγάλο μέρος του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Mόλις τελείωσε το σχολείο στην Kόρινθο ο Xρήστος χάθηκε από συγγενείς και φίλους. Kάπου κάπου τηλεφωνούσε στους γονείς του και τους έλεγε ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν και ότι σπουδάζει αρχιτεκτονικό σχέδιο στην Aυστρία και παράλληλα δουλεύει σε μια μεγάλη πολυεθνική.
Ο ίδιος ζούσε στην βαθειά παρανομία στην Αθήνα και εκτός απ’ τους συντρόφους του κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γ’ αυτόν.
Mέλος του Eπαναστατικού Λαϊκού Aγώνα από το 1976 έως το 1980, αποχώρησε λόγω ιδεολογικών αλλά και επιχειρησιακών διαφωνιών. Ηταν θιασώτης της σκληρής ένοπλης αντιπαράθεσης κι όχι των συμβολικών χτυπημάτων με βόμβες.
Έφτιαξε την Aντικρατική Πάλη.
.
Ο επίλογος
Ήταν περίπου τέσσερις και τέταρτο, απόγευμα της Τετάρτης 15 Μάη του 1985, όταν ο Τσουτσουβής και ένα ακόμη άτομο πλησίασαν μία παρκαρισμένη μοτοσικλέτα στην περιοχή του Γκύζη. Τρεις μπάτσοι με πολιτικά, που είχαν στήσει ενέδρα σε κοντινό σημείο κρυμμένοι σ’ ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν και να τον συλλάβουν.Tίποτα.
Kαταδίωξη.
Kαι μετά μίλησαν τα όπλα. Tρεις μπάτσοι νεκροί (Μπούρας, Δουγενής, Γεωργίου), αλλά και ο Xρήστος Tσουτσουβής.
Ο επίλογος για τους μπάτσους ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χ. Τσουτσουβή που έδωσαν στις εφημερίδες, ξέπνοο με τα μάτια ανοιχτά και τα βλέφαρα στερεωμένα με σελοτέιπ.
Για κάποιους άλλους όμως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το σημείο ηρωικής αναφοράς.
.
“Ο Ανέστης (σ.σ. το “κωδικό” όνομα του Τσουτσουβή) είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αργότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο”.
Απο το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα
“Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη – του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι “ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών”. Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους.”
Απ’ την απολογία του αναρχικού Νίκου Μαζιώτη.
.
.
.Το κείμενο αυτό ας μην εκτιμηθεί σαν συμβατική επιμνημόσυνη ρητορική «κατάθεση».
Όσοι έχουν τέτοια (ανεγκέφαλη…) προδιάθεση, ας γυρίσουν σελίδα. Ο Τσουτσουβής δεν σκοτώθηκε για να τον βαλσαμώσουν στα ανέξοδα ουρλιαχτά τους (θρηνητικά ή ψευτο«απειλητικά»…) οι άκαπνοι ζωντανοί των «επαναστατικών» γυμναστήριων. Το πρόταγμα που αναδεικνύεται αφορά την όξυνση της σύγκρουσης. Ο συμβιβαστικός κοινωνισμός, η φολκλορική ελευθεριακότητα, ο ηττοπαθής ταχτικισμός, η συναινετική πολιτικότητα: είναι οι πρακτικές καταγραφές του ρεφορμιστικού εκφυλισμού που «φιλοδοξεί», σήμερα, να απαλλοτριώσει την εξεγερτική διάσταση του αναρχικού λόγου. Το κείμενο αυτό «προτείνει» έναν προσδιορισμό της «μνήμης» στη βάση της σύγκρουσης με το Κράτος και τ’ αφεντικά. Το δικό μας «τιμή στον Τσουτσουβή» δεν απευθύνεται στους ποικιλώνυμους αναρχίζοντες καταναλωτές του νεοαριστερίστικου κρετινισμού…
Αν οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, οι δρόμοι της επανάστασης τί είναι; Και πώς συνδέονται αυτά τα δύο; Ποιο ένστικτο ακατανίκητο προσδιορίζει την ένωση τους στη Πράξη της ανατροπής; Η ενέργεια της ζωής. Είναι αφελείς όσοι αντιλαμβάνονται τη ζωή έξω από τα ανθρώπινα μέτρα της μέσα στην κοινωνία. Λοιπόν, θέλετε να επέμβετε στην ζωή; Καταστρέψτε τους κοινωνικούς θανάτους που την αφυδατώνουν. Αφού δεν μπορείτε ή δεν θέλετε, ασχοληθείτε καλύτερα με τα παιδάκια και τη δουλίτσα σας.
Στις 15/5/85, σε ένοπλη συμπλοκή με μπάτσους στου Γκύζη, σκοτώνεται ο αγωνιστής της «Αντικρατικής Πάλης», Χρήστος Τσουτσουβής. Οι βρικόλακες της Εξουσίας στήνουν τον χορό του μίσους, του ρεβανσισμού αλλά και του φόβου τους, γύρω από το πτώμα του επαναστατημένου ανθρώπου· ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος και οι τρεις νεκροί αστυνομικοί εκείνης της νύχτας, επιβεβαιώνουν την αυτοφυή δυνατότητα της ζωής να ανακαλύπτει και να πραγματώνει τη διαλεκτική της εξέλιξης της.
Η πολιτική είναι η αλλοτριωτική υπαγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης στη σφαίρα των μεγεθών και των μετρήσεων. Ξεπερνώντας το τεχνοκρατικό τέλμα των στατιστικών υπολογισμών και της μπακαλίστικής ταχτικολογίας, θα συναντήσουμε την επανάσταση. Η επανάσταση είναι βαθύτατα αντιπολιτική και η βία της επανάστασης είναι η δικαίωση της ανθρώπινης διαμαρτυρίας για τους όρους και τα δεδομένα της αθλιότητας.
Όταν οι μπάτσοι, σε συνεργασία με τους καθεστωτικούς δημοσιογράφους, αποκρύψανε τη μέρα της κηδείας του Χρήστου (δηλώθηκε η 22/5, ενώ έγινε στις 21/5) και στη συνέχεια αποδύθηκαν σε μια βρώμικη προσπάθεια κατασυκοφάντησης του νεκρού επαναστάτη, η αδελφή του χρησιμοποίησε τη λέξη «σκουλήκια» για να χαρακτηρίσει το ήθος τους. Την ίδια ακριβώς λέξη, φορτισμένη με τη μεγαλύτερη απέχθεια, αποδίδουμε σήμερα και στους «συντρόφους» που έχουν μετατρέψει σε επωδό των τσιριχτών τους το πρόστυχο σλόγκαν «καραγκιόζηδες κουμπουροφόροι». Ας μη πετάνε λάσπη στην ομορφιά και την εντιμότητα του αγώνα, που είναι έτη φωτός μακριά από το κομματίστικα μαγαζάκια τους και τις μίζερες μικροΐντριγκες του σαχλού και βαλτωμένου μπλα-μπλα τους.
Η ταχτική της προβοκατόρικης παραπληροφόρησης στα πέριξ των Εξαρχείων και η μπατσίστικη νοοτροπία των ανώνυμων επιστολών, δεν έχει καμία σχέση με το ήθος του ανθρώπου που ήταν αφιερωμένος στον επαναστατικό ταξικό αγώνα από τα 19 του χρόνια ενώ σήμερα οι φορείς της πιο χυδαίας κριτικής εναντίον του είτε γκομενίζουν, είτε συγκροτούν μέτωπο με τους κλαψουρίζοντες κατοικίδιους «αμφισβητίες».
Η ζωή δεν είναι μια απατηλή λάμψη. Αυτή την αίσθηση προσπαθεί να επιβάλλει το καθεστώς των εμπόρων και των κρατιστών. Η ζωή ορίζεται με τη δύναμη και τη διάρκεια της επιθυμίας για ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη. Ό,τι επεμβαίνει ανασταλτικά πρέπει να τσακίζεται. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να συγκρουστούμε; Πόσο μαλάκας είναι ο «αναρχικός» που εκφυλίζει το βίωμα της υποτέλειας σε παιχνιδιάρικη διάθεση για ανώδυνους …εναλλακτισμούς; Εναλλακτισμούς που μετατρέπουν τις ριζικές ανάγκες και τα επαναστατικά αιτήματα σε μπαλαντέρ για την οργανωμένη επινοητικότητα των αφεντικών. Η μακαριότητα, ο εφησυχασμός και η βιντεόπληκτη μιζέρια των μικροαστών πρέπει να τινάζονται κάθε φορά στον αέρα. Οι τσαρλατάνοι της μικρομεσαίας χυδαιότητας ουρλιάζουν αφιονισμένοι κάθε φορά «καλά κάνατε στο κάθαρμα».
Αμέτρητα «καθάρματα» θα κουρελιάσουν τη βαρβαρότητα των εξουσιαστικών μύθων. Ο επαναστατικός ανθρωπισμός δεν είναι αφηρημένο καλολογικό στοιχείο στη πληκτική ποίηση αυτής της καθημερινότητας. Η ηθική και η ευαισθησία που περιέχονται στην επαναστατική βία δεν γίνεται να συγκρίνονται με τα συνώνυμα τους στον σημερινό κόσμο: όσοι το κάνουν παίζουν το παιχνίδι της επιβεβλημένης κουλτούρας. Φούντωσαν πάλι οι έριδες. Τι νόημα έχουν; Το μπιστόλι στο αμειβόμενο χέρι του μπάτσου κόβει τον γόρδιο.
Αν η Θεωρία επιθυμεί να μας κάνει καλοκάγαθους αμνούς, ας την αφήσουμε να ρέψει στα συρτάρια και τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Το φάντασμα του Χρήστου, του κάθε Τσουτσουβή σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη, στοιχειώνει τον ύπνο των βαστάζων της Εξουσίας. Δημιουργώντας παντού εστίες έντασης. Δεν είναι εύκολο. Ανακαλύπτοντας συνεχώς τις ανατρεπτικές δυσκολίες, παρατάμε στη νωθρότητα και τη πλήξη τους τις λογικές της αδράνειας και του πασιφισμού. Το μεμονωμένο να γενικευτεί. Και η γενίκευση να μη βρει ποτέ τελικά όρια, αντλώντας διαρκώς από το μίσος και την επιθυμία.
Δεν χρειάζεται, ούτε και πρόκειται να κατασκευάσουμε ήρωες. Ο επαναστάτης δεν είναι ιδιότητα, και πολύ περισσότερο δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Όταν οι ένστολοι έμμισθοι δούλοι του Κράτους σκότωναν τον Χρήστο, ασκούσαν το δικό τους εκβιασμό στη συνείδηση των καταπιεσμένων. Όμως ο θάνατος από τα πυρά της Εξουσίας είναι ένας τρόπος να της αντισταθείς. Ποια δύναμη γεννά και ωθεί τους επαναστάτες; Η ακύρωση της ζωής μέσα στους θεσμούς και τις αξίες πολιτισμού του Κράτους. Πώς θα ορίσουμε αυτό που γίνεται;
Θα οριστεί μόνο του. Το πρόβλημα δεν είναι το χάσιμο των αλυσίδων. Είμαστε όλοι απόκληροι και περιθωριοποιημένοι. Γι αυτό ακριβώς σαρκώνουμε το κέντρο της ιστορικής κοινωνικής δημιουργίας. Τα επαναστατικά υποκείμενα αυτοαποκαλύπτονται χωρίς προλόγους. Βία στη βία της εξουσίας. Σαν αντίδραση, σαν απάντηση, σαν θέση, σαν διαρκή πράξη. Αυτός ο διεστραμμένος και εγκληματικός κόσμος δεν αφήνει περιθώρια για νεκρώσιμες ρητορείες. Το μνημόσυνο των νεκρών συντρόφων θα τελεστεί στα αποκαΐδια των ανακτόρων της Κυριαρχίας. Είναι σαν παραμύθι γεμάτο δράκους. Η λογική του είναι βασισμένη στο έγκλημα.
Από τη σκοτωμένη ευαισθησία του εξουσιαζόμενου μαθητή μέχρι τη σκοτωμένη ζωή του Τσουτσουβή -όλα τα πράγματα σε τούτον το κωλόκοσμο κρύβουν έναν φόνο. Αν το αίμα είναι το νέκταρ και η αμβροσία των αφεντικών, ας πιουν και να χορτάσουν το δικό τους. Τα νεροπίστολα της ρητορικής έξαρσης δεν αρκούν. Το πρόβλημα της βίας το θέτει η ίδια η διαλεκτική της δόμησης του εξουσιαστή πολιτισμού. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του κοινωνικού επαναστάτη Χρήστου Τσουτσουβή …και η επαναστατική μνήμη συνεισφέρει την ενέργειά της στην συγκρότηση των επαναστατικών προοπτικών.
(Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ENANTIA, αριθμός φύλλου 8, Ιούνης – Ιούλης 1990)
.
Αναδημοσίευση από : ΑΛΦΑ στερητικό
REQUIEM (στον Χρήστο Τσουτσουβή)
Μετά τον πρώτο, τον Χρήστο Κασίμη, ένας δεύτερος νεκρός του αντάρτικου των πόλεων στην Ελλάδα, ο δεύτερος Χρήστος, ο Χρήστος Τσουτσουβής. Και από μια τραγική σύμπτωση ήταν και σύντροφοι, ο Τσουτσουβής βρέθηκε δίπλα στο Κασίμη την ώρα του θανάτου του. Μερικά χρόνια αργότερα τον ακολούθησε πεθαίνοντας, ίσως όπως θα ήθελε, σε μια σύγκρουση με τους “μπάτσους”, με το κράτος, το τόσο μισητό. Κι αυτός ο θάνατος μάς αφορά όλους, ο Χρήστος Τσουτσουβής είναι κάποιος δικός μας, ένα κομμάτι από εκείνη την αριστερά που εδώ και είκοσι χρόνια ξεσηκώθηκε σ’ όλο τον κόσμο, θέλοντας να τον αλλάξει “εδώ και τώρα”. Ο Χρήστος ήταν ένας επαναστάτης, ένας επαναστάτης σε δύσκολους καιρούς, σε καιρούς μικρόψυχους, χωρίς ανάταση, χωρίς ορίζοντες και όραμα.
Η “Λαϊκή Βία”
Η “Λαϊκή Βία”
Σ’ όλη την Ευρώπη, μετά την κρίση της επαναστατικής απόπειρας του 1968, και στην Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση, εκατοντάδες και χιλιάδες σύντροφοί μας πήραν τον ίδιο δρόμο. Δεν μπορούσαν να ανεχτούν ένα κόσμο όπου το επαναστατικό όραμα, το όραμα μιας άμεσης ανατροπής, αναβαλλόταν για μια ακόμα φορά. Άλλοι πήραν το δρόμο της “ενσωμάτωσης” –οι πιο πολλοί– άλλοι προσπάθησαν να διερευνήσουν νέους δρόμους και απόπειρες για το τι μπορεί να σημαίνει επανάσταση στην εποχή του σοσιαλ-καπιταλισμού ή του ύστερου καπιταλισμού. Τέλος, αρκετοί πήραν το δρόμο του αντάρτη των πόλεων.Θαμπωμένοι από τις μολότωφ που φωταγώγησαν όλες τις πρωτεύουσες της Δύσης στην δεκαετία 60-70 και την Ελλάδα του Πολυτεχνείου του ’73, μη όντας διατεθειμένοι να δεχτούν την καθημερινή μιζέρια, αδυνατώντας να κατανοήσουν την λογική ενός μακρόχρονου “πολέμου θέσεων”, πέρασαν “αντίκρυ”.
Και η πορεία ήταν ίδια για όλους αυτούς τους παλιούς συντρόφους μας. Ξεκίνησαν από τους εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες, απόρριψαν τους συμβιβασμούς των συνδικάτων και των επίσημων φορέων, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη βία σαν υποστήριξη των εργατικών αγώνων, μια βία “όχι ξεκομμένη από τις μάζες, μια βία στην υπηρεσία των μαζών”. Έτσι οι πρώτες ενέργειες που γίνονται στην Ιταλία, από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τις οργανώσεις της αυτονομίας, είναι ενέργειες υποστήριξης των εργατικών αγώνων, με απαγωγή διευθυντών, ξυλοκόπημα απεργοσπαστών κ.λπ. Είναι ενέργειες μόλις λίγο πιο πάνω από την αυθόρμητη βία των ίδιων των εργατών. Και στη Γαλλία, η “Προλεταριακή Αριστερά” κάνει την πρώτη μεγάλη της ενέργεια με την απαγωγή του διευθυντή της Ρενώ. Στην Ελλάδα, οι πρώτες ενέργειες στη μεταπολίτευση έχουν σαν στόχο τα αμερικάνικα αυτοκίνητα, τους πράκτορες της CΙΑ, τους βασανιστές και επιχειρήσεις όπου είχαν διεξαχθεί ή συνεχίζονταν εργατικοί αγώνες .
Στην Ελλάδα έχουμε μια ιδιομορφία. Η ύπαρξη της δικτατορίας φέρνει ευρύτερα στρώματα σε επαφή με την επαναστατική βία, με τις βόμβες ενάντια στη δικτατορία. Οι βόμβες μπαίνουν τότε και από μετέπειτα ευηπόληπτους πολίτες, από τη “Δημοκρατική Άμυνα”, ακόμα και από το ΠΑΚ και το ΠΑΜ. Οργανώσεις σαν την “20 Οκτώβρη”, την ΛΕΑ κ.λπ. προσπαθούν να συστηματοποιήσουν τη λαϊκή βία, και είναι προφανές ότι μια πιθανή επιβίωση της χούντας μετά το 1974 θα οδηγούσε σε ανάπτυξη του αντάρτικου. Ξαφνικά, με την κατάρρευση στην Κύπρο, έρχεται η μεταπολίτευση. Τι άλλαξε; Τίποτε σχεδόν, λεει όλη η άκρα αριστερά... και ο Ανδρέας Παπανδρέου, “αλλαγή φρουράς του ιμπεριαλισμού”, όπως διακηρύσσει από το εξωτερικό.
Επομένως ο “αγώνας συνεχίζεται”. Μόνο που τώρα διεξάγεται σε νέες συνθήκες. Συνθήκες ανάπτυξης εργατικών αγώνων, συνθήκες ανάπτυξης του αντιαμερικανισμού, συνθήκες “τιμωρίας των χουντικών”. Εκατοντάδες νέοι και παλιότεροι αγωνιστές παρεμβαίνουν με ενέργειες σ’ αυτές τις συνθήκες. Και βέβαια με κέντρο πάντα μια ιδέα. “Ο λύκος την τρίχα αλλάζει μόνο, όχι τη φύση του”. Η ελληνική αντίδραση, όσο και αν προσπαθεί να το παίξει “μοντέρνα”, θα γυρίσει αργά ή γρήγορα στα γνωστά της μονοπάτια, της ανοιχτής καταστολής, της λιτότητας, ίσως και μιας νέας χούντας. Τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, αυτές οι επιλογές έχουν μια ευρύτατη λαϊκή συναίνεση. Η πλειοψηφία του κόσμου σκέφτεται και αντιδράει έτσι. Οι εργατικοί αγώνες, τα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, είναι κάποιοι νικηφόροι και σκληροί αγώνες μέσα σε συνθήκες “παρανομίας”, για τη συγκέντρωση των πρώτων υπογραφών για τα σωματεία. Εκείνα τα χρόνια, συχνά, εργάτες, μαζί με συντρόφους που τους βοηθάνε, τιμωρούν τα “αφεντικά” και τους απεργοσπάστες· στις απεργίες της Λάρκο και του Νέου Κόκκινου κόβονται σύρριζα οι ελιές των απεργοσπαστών και καίγονται τα αυτοκίνητα των χαφιέδων. Σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας, μικρές ομάδες με στοιχειώδη μέσα καίνε αμερικάνικα αυτοκίνητα. Υπάρχει δηλαδή μια διάχυτη λαϊκή βία. Είναι φανερό ότι μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζει και ο Χρήστος Τσουτσουβής, που μαζί με το Χρήστο Κασίμη και άλλους συντρόφους τους –όπως βγαίνει πια από τις ανακοινώσεις και τα στοιχεία που έχουν δοθεί– παρεμβαίνουν και κάνουν ένα μεγάλο έργο αντιπληροφόρησης γύρω από τους εργατικούς αγώνες και τις γενικότερες εκδηλώσεις λαϊκής βίας. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, το 1975 και 1976, στις 23 Ιούλη και στις 25 Μάη, σε όλη την Αθήνα διεξάγονται συγκρούσεις ανάμεσα σε εργάτες και αστυνομία, που τα κόμματα καταδικάζουν βαφτίζοντας τους εργάτες αριστεροχουντικούς.
Σ’ αυτές τις συνθήκες δεν... υπάρχουν τρομοκράτες. Ακόμα και όσοι έχουν μια τέτοια λογική κινούνται σαν το ψάρι στο νερό, είναι κομμάτι ενός κινήματος. Γι’ αυτό και όταν σκοτώνεται ο βασανιστής Μάλλιος από την “17 Νοέμβρη”, εμείς, η ΟΠΑ τότε, κυκλοφορούμε μια προκήρυξη με τον τίτλο “γεια στα χέρια τους”, αντιμετωπίζοντας την αποστροφή της “Άκρας Αριστεράς” της εποχής, που “καταδικάζει” σύσσωμη με ανακοινώσεις στις εφημερίδες την “τρομοκρατία”, ενώ βέβαια μπαίνουμε στο αστυνομικό στόχαστρο. Αυτό το κάναμε τότε ακριβώς γιατί δεν θεωρούσαμε την εκτέλεση ενός βασανιστή σαν τρομοκρατική πράξη, έστω και αν γινόταν από “τρομοκράτες”, την θεωρούσαμε σαν μια δίκαιη έκφραση λαϊκής αγανάκτησης για την ατιμωρησία των βασανιστών-δολοφόνων.
Να λοιπόν το πραγματικό κλίμα εκείνης της εποχής. Μέσα σ’ αυτό κινείται ο Χρήστος Τσουτσουβής. Που εγκαταλείπει τις σπουδές στο μακρινό Γκρατς, και τους αιώνιους φοιτητές του, για να έρθει στην Ελλάδα, να αλλάξει την κοινωνία, να συνεχίσει τον αγώνα που μόλις άρχισε στα 1973, τον αγώνα για το “βάθαιμα” της μεταπολίτευσης, όπως λέγαμε τότε, τον αγώνα για την εργατική επανάσταση. Απ’ ότι φαίνεται μπαίνει σε εργοστάσια, δουλεύει, συμβάλλει στη γέννηση του εργοστασιακού συνδικαλισμού, γνωρίζει τη λαϊκή βία.
Η αντίστροφη πορεία
Η αντίστροφη πορεία
Όμως, όπως έχουμε δείξει τόσες φορές, ο Μάης του ’76 ήταν ένα ορόσημο, όπως την ίδια εποχή –Μάη– οι εκλογές στην Ιταλία. Στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα αρχίζει να υποχωρεί και στο πρώτο πλάνο θα περάσουν σιγά-σιγά τα κόμματα –ιδιαίτερα από τις εκλογές του 1977 και μετά. Στην Ιταλία, με τις εκλογές του 1976, οδηγούνται σε κρίση οι μεγαλύτερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Τώρα πια και στις δυο χώρες, με διαφορετικούς ρυθμούς και σε διαφορετικό επίπεδο, ανοίγει μια περίοδος κρίσης με πολλαπλές συνέπειες.
Το εργατικό κίνημα μπαίνει σε μια περίοδο υποχώρησης και “ομαλοποίησης”, ο αυθόρμητος αντιαμερικανισμός μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε “φράση”, καθώς η αμερικάνικη παρουσία υποχωρεί στην Ελλάδα. Η πολιτική παρέμβαση απαιτεί νέους χώρους και επίπεδα. Όλη η άκρα αριστερά, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες του “εκσυχρονισμού”, μπαίνει σε κρίση, τόσο οι “αντιμπεριαλιστές” των διαφόρων “μ-λ”, όσο και οι “εργατιστές”, τα δίκτυα εργατικής αντιπληροφόρησης και η ΟΠΑ. Για μερικά χρόνια, δοκιμάζουμε να προωθήσουμε μια “ομοσπονδία εργοστασιακών σωματείων” που θα καταλήξει στον σημερινό... ΟΒΕΣ υπό Πασοκικό έλεγχο.
Σ’ αυτές τις συνθήκες διεξάγεται μια πάλη για την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει το επαναστατικό κίνημα. Μια πάλη που έχει σαν αντικείμενό της, τότε, το ζήτημα της “ένοπλης πάλης” και της βίας. Κάτω από την ώθηση και των αντίστοιχων εξελίξεων στην Ιταλία και τη Γερμανία, ένα αυξανόμενο κομμάτι συντρόφων περνάει στη λογική της “ένοπλης πάλης”. Όχι πια ενέργειες υποστήριξης της λαϊκής βίας, της “συστηματοποίησης” της λαϊκής βίας, αλλά ενέργειες “αυτόνομης επαναστατικής βίας”, προετοιμασίας για το αντάρτικο πόλεων. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο αρχίζουμε την πολεμική και την αντιπαράθεσή μας με τους συντρόφους και διεξάγουμε μια πάλη για να κινηθεί το κίνημά μας σε πραγματικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και όχι να πάρει αδιέξοδους δρόμους μιας μάχης έξω και πέρα από τις μάζες. Απ’ ότι φαίνεται από την ανακοίνωση του “ΕΛΑ”, εκείνη την εποχή ο Τσουτσουβής, αλλά και ο ίδιος ο ΕΛΑ, αρχίζουν να περνάνε στη συστηματοποίηση της “ένοπλης πάλης”. Η διαφωνία μας μεγαλώνει. Για δυο ή τρία χρόνια δίνουμε μια μακρόχρονη σύγκρουση μέσα στο κίνημα, σύγκρουση που μόνο η αστυνομία παρακολουθούσε με τον τρόπο της, γύρω από τον προσανατολισμό μας.
Αυτές οι αντιθέσεις εκδηλώνονται όλο και πιο συστηματικά γύρω από το θέμα της πάλης ενάντια στην κρατική τρομοκρατία. Τότε κάναμε μια ανάλυση που έλεγε πως η μεταπολίτευση αποτελεί μια φάση “συναίνεσης” και όχι καταστολής σαν κύρια πλευρά. Επομένως μια φάση όπου η πάλη του κινήματος ενάντια στην κρατική τρομοκρατία μπορεί να κερδηθεί στο επίπεδο των μαζών και των συμμαχιών που μπορούμε να κατακτήσουμε. Αντίθετα, η ανάλυση των συντρόφων της “ένοπλης πάλης” ήταν πως το “κράτος είναι κράτος”, δεν μπορεί να κάνει καμιά υποχώρηση και επομένως είναι ματαιοπονία το να θέλει κανείς να το αντιμετωπίσει στο επίπεδο της ανοιχτής πολιτικής πάλης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη βίαιη και παράνομη αντιπαράθεση. Αυτή η διαφορά και διαπάλη παίχτηκε ακριβώς στο επίπεδο της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Και χάθηκε από τους “ένοπλους”. Η πρώτη αντιπαράθεση έγινε γύρω από το ζήτημα του Σερίφη –του συντρόφου εργάτη από την ΑΕG που φυλακίστηκε για 16 μήνες μετά την ενέργεια που έγινε εκεί– (στην οποία όπως μαθαίνουμε τώρα συμμετείχε και ο Χρήστος Τσουτσουβής μαζί με τον Χρήστο Κασίμη) μετά την δολοφονία των ηγετών της ΡΑΦ στα κελιά τους.
Υποστηρίζαμε τότε ότι είναι δυνατό αυτή η μάχη να κερδηθεί και η κρατική τρομοκρατία να αντιμετωπιστεί στο έδαφος της πολιτικής σύγκρουσης, γι’ αυτό και πιστεύαμε πως ήταν δυνατή η απελευθέρωση του Σερίφη. Οι “ένοπλοι σύντροφοι” αναπτύσσουν μια άλλη λογική –όπως βγαίνει από κείμενά τους. Όχι, ο Σερίφης δεν είναι δυνατό να απελευθερωθεί, η καμπάνια της επιτροπής δεν έχει νόημα παρά μόνο για να δημιουργήσει σε τελική ανάλυση ευνοϊκό κλίμα για την ένοπλη πάλη, να φανεί η αναγκαιότητά της. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση του Σερίφη και την πολιτική νίκη που κέρδισε το κίνημά μας. Εμείς, σαν ΟΠΑ αρχικά και σαν ΡΗΞΗ στη συνέχεια, αντιμετωπίζουμε το κύριο βάρος της κρατικής τρομοκρατίας. Η αστυνομία, είτε γιατί της ήταν βολικό, είτε γιατί εν μέρει το πίστευε, μας μεταβάλλει στον κεντρικό της στόχο μαζί με άλλους ανοργάνωτους αγωνιστές (όπως τον Βότση κ.λπ.). Σε κάθε ένοπλη ενέργεια εισβάλλουν με τα αυτόματα σπίτι μας (από τον Μπάμπαλη μέχρι τους Πέτρο και Σταμούλη), μας στήνουν δεκάδες μικρόφωνα, εγκαθιστούν έναν μπάτσο σε σπίτι απέναντι από τα γραφεία μας για να φωτογραφίζει και καταλήγουν με την επιχείρηση “Χανιά”, που έφαγε και τον ίδιο τον Μπάλκο. Σ’ αυτή την περίοδο λοιπόν και μ’ αυτές τις συνθήκες της καθημερινής (κυριολεκτικά καθημερινής) αντιπαράθεσης με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, αγωνιζόμαστε να αποδείξουμε την ορθότητα της άποψής μας και το λαθεμένο της ένοπλης λογικής. Πράγματι ήταν μια δύσκολη περίοδος. Η αστυνομία προσπαθούσε να μας κολλήσει τον ρόλο του τρομοκράτη, ή να μας αναγκάσει να μεταβληθούμε τελικά σε “τρομοκράτες”, μπροστά στις καθημερινές της επιθέσεις, ή αντίστροφα να υποχρεωθούμε να κάνουμε “δήλωση μετάνοιας” και να πάψουμε να ασχολούμαστε με την κρατική τρομοκρατία, όπως έκαναν όλοι οι αριστεριστές τότε, εκτός από την ΟΣΕ και τον “Μαχητή” σ’ ένα βαθμό. Παράδοξα, αυτή την προσδοκία είχαν και οι σύντροφοι του “ένοπλου” αγώνα. Να πάμε είτε από δω είτε από κει, να πάψουμε με τη “μεσοβέζικη λογική” μας να χαλάμε την “πιάτσα!”
Υποστηρίζαμε τότε ότι είναι δυνατό αυτή η μάχη να κερδηθεί και η κρατική τρομοκρατία να αντιμετωπιστεί στο έδαφος της πολιτικής σύγκρουσης, γι’ αυτό και πιστεύαμε πως ήταν δυνατή η απελευθέρωση του Σερίφη. Οι “ένοπλοι σύντροφοι” αναπτύσσουν μια άλλη λογική –όπως βγαίνει από κείμενά τους. Όχι, ο Σερίφης δεν είναι δυνατό να απελευθερωθεί, η καμπάνια της επιτροπής δεν έχει νόημα παρά μόνο για να δημιουργήσει σε τελική ανάλυση ευνοϊκό κλίμα για την ένοπλη πάλη, να φανεί η αναγκαιότητά της. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση του Σερίφη και την πολιτική νίκη που κέρδισε το κίνημά μας. Εμείς, σαν ΟΠΑ αρχικά και σαν ΡΗΞΗ στη συνέχεια, αντιμετωπίζουμε το κύριο βάρος της κρατικής τρομοκρατίας. Η αστυνομία, είτε γιατί της ήταν βολικό, είτε γιατί εν μέρει το πίστευε, μας μεταβάλλει στον κεντρικό της στόχο μαζί με άλλους ανοργάνωτους αγωνιστές (όπως τον Βότση κ.λπ.). Σε κάθε ένοπλη ενέργεια εισβάλλουν με τα αυτόματα σπίτι μας (από τον Μπάμπαλη μέχρι τους Πέτρο και Σταμούλη), μας στήνουν δεκάδες μικρόφωνα, εγκαθιστούν έναν μπάτσο σε σπίτι απέναντι από τα γραφεία μας για να φωτογραφίζει και καταλήγουν με την επιχείρηση “Χανιά”, που έφαγε και τον ίδιο τον Μπάλκο. Σ’ αυτή την περίοδο λοιπόν και μ’ αυτές τις συνθήκες της καθημερινής (κυριολεκτικά καθημερινής) αντιπαράθεσης με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, αγωνιζόμαστε να αποδείξουμε την ορθότητα της άποψής μας και το λαθεμένο της ένοπλης λογικής. Πράγματι ήταν μια δύσκολη περίοδος. Η αστυνομία προσπαθούσε να μας κολλήσει τον ρόλο του τρομοκράτη, ή να μας αναγκάσει να μεταβληθούμε τελικά σε “τρομοκράτες”, μπροστά στις καθημερινές της επιθέσεις, ή αντίστροφα να υποχρεωθούμε να κάνουμε “δήλωση μετάνοιας” και να πάψουμε να ασχολούμαστε με την κρατική τρομοκρατία, όπως έκαναν όλοι οι αριστεριστές τότε, εκτός από την ΟΣΕ και τον “Μαχητή” σ’ ένα βαθμό. Παράδοξα, αυτή την προσδοκία είχαν και οι σύντροφοι του “ένοπλου” αγώνα. Να πάμε είτε από δω είτε από κει, να πάψουμε με τη “μεσοβέζικη λογική” μας να χαλάμε την “πιάτσα!”
Πιστεύουμε ότι σε εκείνη τη φάση τελικά η μάχη κερδήθηκε και ο χώρος μας, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, κατανόησε την ανάγκη μιας ανυποχώρητης μεν αλλά μακρόχρονης και με όρους μαζικού κινήματος πολιτικής πάλης.
Όμως, έτσι, η οποιαδήποτε πολιτική σχέση με τους “συντρόφους του ένοπλου” έγινε ακόμα πιο μακρινή.
Είναι προφανές. Μέσα στις νέες συνθήκες που οδηγούσαν στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που σήμαιναν ένα νέο άλμα στη συναινετική πολιτική, μια ένοπλη λογική δεν μπορούσε πια να έχει στοιχειώδεις δυνατότητες μαζικότητας, υποχρεωτικά θα έπρεπε να καταφύγει σε ακόμα βαθύτερο κόψιμο από τον κοινωνικό περίγυρο και την πραγματικότητα. Τελειώνει και η δεύτερη περίοδος του “ένοπλου”, η μεταβατική, για να περάσουμε στην τρίτη, στη φάση της “τρομοκρατίας”.
Η ψυχή της “τρομοκρατίας”
Όμως, έτσι, η οποιαδήποτε πολιτική σχέση με τους “συντρόφους του ένοπλου” έγινε ακόμα πιο μακρινή.
Είναι προφανές. Μέσα στις νέες συνθήκες που οδηγούσαν στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, που σήμαιναν ένα νέο άλμα στη συναινετική πολιτική, μια ένοπλη λογική δεν μπορούσε πια να έχει στοιχειώδεις δυνατότητες μαζικότητας, υποχρεωτικά θα έπρεπε να καταφύγει σε ακόμα βαθύτερο κόψιμο από τον κοινωνικό περίγυρο και την πραγματικότητα. Τελειώνει και η δεύτερη περίοδος του “ένοπλου”, η μεταβατική, για να περάσουμε στην τρίτη, στη φάση της “τρομοκρατίας”.
Η ψυχή της “τρομοκρατίας”
Τώρα πια η οριστική απομάκρυνση του ένοπλου κινήματος από τις κοινωνικό-πολιτικές πραγματικότητες αποδείχνεται από την ίδια τη φύση των ενεργειών. Δεν πρόκειται πλέον για ενέργειες που έχουν σχέση με τις διαδικασίες κινήματος, ή που έστω αναφέρονται “από μακριά” σ’ αυτό. Πρόκειται για ενέργειες που σκοπεύουν στο γενικό πολιτικό πεδίο με το ίδιο το αυτόνομο αποσταθεροποιητικό περιεχόμενό τους. Η 17 Νοέμβρη δρα πλέον σε ένα επίπεδο “γενικής πολιτικής”, Αμερικάνοι, Μομφεράτος κ.λπ., ενώ ακόμα και άνθρωποι που είναι δεμένοι με ενέργειες “συμβολικού τύπου”, όπως ο Χρήστος Τσουτσουβής, περνούν σε οργάνωση “εκτελέσεων”, όπως ο Θεοφανόπουλος (αν ισχύει βέβαια η αστυνομική πληροφόρηση). Η πορεία είναι παρόμοια με την αντίστοιχη εξέλιξη των οργανώσεων του εξωτερικού, που έχει περιγράψει ο Κλάιν, παλιό μέλος της “2 Ιούνη”.
Η ίδια η διαδικασία της αντιπαράθεσης σπρώχνει όλο και πιο βαθειά στην παρανομία, όλο και πιο μακριά από τον συνδυασμό μαζικού αγώνα και ένοπλης πάλης, όλο και πιο μακριά από οποιαδήποτε διαδικασία κινήματος. Μέσα σε 10 χρόνια από την πτώση της χούντας, ένα κίνημα που ξεκίνησε από απλή “συστηματοποίηση” των ενεργειών λαϊκής αντίστασης μεταβάλλεται σε ένα δίκτυο στεγανών οργανώσεων έξω και πέρα από οποιοδήποτε κίνημα, που παρεμβαίνουν στην πολιτική σκηνή “αυτόνομα” με κάποιες πολιτικές δολοφονίες που οι ίδιες αποφασίζουν και εκτελούν, γιατί βέβαια όσο πιο ξεκομμένος είσαι από το πραγματικό κίνημα τόσο “ανώτερες” ενέργειες χρειάζεσαι.
Χρήστος Τσουτσουβής
Χρήστος Τσουτσουβής
Και ο Χρήστος μέσα σ’ αυτά; Φανταζόμαστε πως ακολούθησε αυτή την πορεία, μ’ όλη την τραγικότητα, την απομόνωση, την σχιζοφρένεια που μπορεί να έχει. Όλο και πιο απομονωμένος από παλιούς συντρόφους, από κινήματα, από συγγενείς και φίλους, υποχρεωτικά όλο και πιο μοναχικός, έχοντας σαν αποκλειστικό σημείο αναφοράς την μικρή ομάδα, βαδίζοντας σαν από πείσμα σε ένα δρόμο αδιέξοδο, ενώ γύρω όλο και περισσότεροι τον εγκατέλειπαν. Και αυτός, ένα παιδί από αγροτική προέλευση, που παράτησε την Αυστρία για να κάνει την “επανάσταση”, όπως όλοι μας, ίσως με μεγαλύτερο πάθος από μας τους υπόλοιπους που μπορέσαμε να “προσαρμοστούμε”, κυνηγούσε ένα “άπιαστο όνειρο”, την επανάσταση, αλλά όλο και περισσότερο την συγκίνηση της άμεσης, της σωματικής αντιπαράθεσης, την συγκίνηση της επαφής με τον εχθρό, τον κίνδυνο. Ενώ γύρω του όλοι το ρίχναν στα ουζάδικα, την ιδιώτευση, την ένταξη στην εξουσία, ο Χρήστος συνέχιζε να κυνηγάει μια άλλη επανάσταση, συνέχιζε να κυνηγάει την επανάσταση “εδώ και τώρα”.
Είναι γνωστό σε όλους ότι εμείς, από τη “Ρήξη”, έχουμε τα τελευταία χρόνια επιτεθεί με τον πιο βίαιο τρόπο ενάντια στους “παλιούς συντρόφους” του ένοπλου και έχουμε επισημάνει ότι, στο σύνολο της Ευρώπης, πολλά από τα δίκτυα των τρομοκρατικών οργανώσεων –όπως πια ονομάζουμε τις παλιές ένοπλες οργανώσεις– έχουν μεταβληθεί στη χειρότερη περίπτωση σε ενεργούμενα, άμεσα ή έμμεσα, υπηρεσιών των διαφόρων δυνάμεων, είτε του Καντάφι, είτε μέσω των Παλαιστινίων και της “λογιστικής υποστήριξης”, υπηρεσιών των Ανατολικών χωρών, της Περσίας κ.λπ., ενώ στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούνται από διάφορες πολιτικές δυνάμεις, άσχετα με τις προθέσεις τους, γιατί όταν δεν έχεις καμιά πολιτική μαζική παρέμβαση, τότε τις ενέργειές σου τις χρησιμοποιεί κάποιος άλλος.
Έχουμε επιτεθεί με τον πιο βίαιο τρόπο στην τρομοκρατική λογική, σαν λογική που διαγράφει την ίδια την κίνηση των μαζών και επικεντρώνεται στη λογική της θέλησης της ομάδας. Η ομάδα και οι επιλογές της γίνονται ο ομφαλός της γης, ενώ οι μάζες, ο λαός για τον οποίο υποτίθεται γίνεται η επανάσταση, παρακολουθούν όχι μόνο απ’ έξω, όπως έγραφε ο Λένιν για την τρομοκρατία, αλλά και συχνά ενάντια στους “πρωτοπόρους”.
Έχουμε επιτεθεί με τον πιο βίαιο τρόπο στην τρομοκρατική λογική, σαν λογική που διαγράφει την ίδια την κίνηση των μαζών και επικεντρώνεται στη λογική της θέλησης της ομάδας. Η ομάδα και οι επιλογές της γίνονται ο ομφαλός της γης, ενώ οι μάζες, ο λαός για τον οποίο υποτίθεται γίνεται η επανάσταση, παρακολουθούν όχι μόνο απ’ έξω, όπως έγραφε ο Λένιν για την τρομοκρατία, αλλά και συχνά ενάντια στους “πρωτοπόρους”.
Όμως αυτή η σκληρή πολιτική κριτική μας, που φτάνει να λέμε στην τελευταία μας προκήρυξη πως πολιτικά δεν τους θεωρούμε πια συντρόφους, δεν αναιρεί ότι, στο προσωπικό επίπεδο, ο θάνατος του Χρήστου ήταν ο θάνατος ενός δικού μας. [ ]
Εμείς μπορούμε να μιλάμε μ’ αυτό τον τρόπο για το ένοπλο, γιατί ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε, γιατί έχουμε νιώσει την ισχυρή πίεση να μεταβληθούμε σε “εκδικητές”, γιατί έχουμε γνωρίσει τις καθημερινές δολοφονίες-ατυχήματα των αφεντικών, γιατί έχουμε γνωρίσει την κρατική καταστολή, γιατί, στο κάτω-κάτω της γραφής, σύντροφοί μας σ’ όλο τον κόσμο ήταν εκείνοι πού πήραν αυτό το δρόμο. Γιατί σύντροφοι μας ήταν στη Γαλλία αυτοί που πήραν το δρόμο του ένοπλου, παλιοί της “Προλεταριακής Αριστεράς”· ο Κούρτσιο και οι δικοί του που έκαναν τις “Ερυθρές Ταξιαρχίες” ήταν παλιοί σύντροφοι που είχαν δημιουργήσει το 1970 την “Προλεταριακή Αριστερά” στην Ιταλία –γιατί η “Πρώτη Γραμμή” βγήκε από την Οργάνωση “Συνεχής Αγώνας” (Λόττα Κοντίνουα) και στην συνέχεια τόσες άλλες από την “Εργατική Αυτονομία”. Επειδή στην Ελλάδα έχουμε παλέψει και μεις στην κατεύθυνση του εργατικού κινήματος και της εργατικής αντίστασης τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, επειδή, υπάρχουν ατέλειωτα επειδή· για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύουμε πως μπορούμε να μιλάμε πολιτικά και να κριτικάρουμε με τον πιο βίαιο τρόπο κάποιους που υπήρξαν σύντροφοί μας, αλλά από την άλλη να εξακολουθούμε να θεωρούμε συντρόφους μας στο προσωπικό επίπεδο αυτούς που πήραν το δρόμο της τρομοκρατίας και έπεσαν όπως ο σύντροφος Χρήστος. Γιατί ξέρουμε πως στη θέση του θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, είναι κομμάτι από μας.
Γιατί ξέρουμε τελικά πως το αδιέξοδο του συντρόφου Χρήστου ήταν το αδιέξοδο μιας ολόκληρης αντίληψης, το αδιέξοδο μιας ορισμένης αντίληψης του Λενινισμού και της πρωτοπορίας, αδιέξοδο που βιώσαμε με τον πιο έντονο τρόπο χιλιάδες σύντροφοι σ’ όλη την Δυτική Ευρώπη.
Το αδιέξοδο μιας αντίληψης
Είναι το αδιέξοδο μιας ολόκληρης αντίληψης για την πρωτοπορία και την επανάσταση. Μιας αντίληψης που θεωρεί πως στην Ευρώπη είναι σήμερα δυνατή μια διαδικασία επανάστασης όπου μια πρωτοπορία θα ανοίξει το δρόμο της ένοπλης ανατροπής του καθεστώτος, και οι μάζες θα πειστούν, μιας αντίληψης που δεν έχει κατανοήσει πως, όσο οι μάζες δεν βλέπουν οι ίδιες με την πείρα τους πως δεν έχουν κανέναν άλλο δρόμο εκτός από την βίαιη επανάσταση και την ένοπλη εξέγερση, τότε δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα πραγματικής ανατροπής. Και σ’ όλη την Ευρώπη, εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια, δεν υπάρχει τέτοια πραγματικότητα. Εμείς που, με το κίνημα της δεκαετίας του 60-70, πιστέψαμε πως αυτή η μεγάλη η “ένοπλη” επανάσταση, η μεγάλη ανατροπή είναι και πάλι δυνατή, νιώσαμε πάνω το πετσί μας το αδιέξοδο αυτού του δρόμου. Αδιέξοδο που το βιώσαμε και με τον θάνατο συντρόφων μας, τόσων συντρόφων μας σ’ όλη την Ευρώπη, με τον θάνατο του Χρήστου Κασίμη αρχικά, του Χρήστου Τσουτσουβή τώρα. [ ]
Πιστεύουμε πως σήμερα δεν αρμόζει μια νεκρολογία για το θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή, αλλά η συνέχεια ενός αγώνα, ενός αγώνα που δεν θα οδηγεί τους καλύτερους και τους πιο αποφασισμένους συντρόφους σε δρόμους αδιέξοδους. Γιατί έτσι συμβαίνει. Κάθε φορά –και το ξέρουμε– επιβιώνουν όχι οι καλύτεροι, αλλά εκείνοι που ξέρουν να ελίσσονται, οι καλύτεροι σύντροφοί μας χάνονται με τον ένα ή άλλο τρόπο. Εδώ και χρόνια ακολουθούμε ένα όραμα. Ίσως άπιαστο πως οι καλύτεροι σύντροφοί μας δεν θα μπουν σε δρόμους προσωπικούς και αδιέξοδους, αλλά θα εντάξουν το δυναμικό τους στην πραγματική αντιπαράθεση που γίνεται σήμερα, εδώ και τώρα, πως άνθρωποι σαν τον Χρήστο και τους συντρόφους του θα βρίσκονται ανάμεσα στο λαό, εκεί που ανήκουν, και θα χρησιμοποιούν το καταπληκτικό δυναμικό τους για την επανάσταση σήμερα, για την επανάσταση μαζί με τις μάζες. [ ]
Και θέλω να πιστεύω πως οι σύντροφοί του αυτό το δίδαγμα θα βγάλουν, σήμερα όσο δεν είναι αργά, θα κατανοήσουν το αδιέξοδο ενός δρόμου, θα κατανοήσουν πως αυτός ο δρόμος τούς οδηγεί στα όρια του τραγικού, της απομόνωσης και της χρησιμοποίησης, τους οδηγεί στο να εκμεταλλεύονται την μέχρι τη θυσία πάλη τους οι ακριβώς αντίθετες δυνάμεις. Σήμερα είναι μια κομβική στιγμή. Αυτοί οι σύντροφοι μπορούν ακόμα να αλλάξουν πορεία, γιατί αύριο θα είναι αργά, μια και δεν θα υπάρχει δυνατότητα επιστροφής.
Είναι ακόμα ανοιχτός ο δρόμος του αγώνα εδώ, μέσα στις πραγματικότητες της καθημερινής ζωής και πάλης σήμερα, δεκαπέντε χρόνια πριν το 2000, για την απόρριψη της “επαναστατικής σχιζοφρένειας”. Είναι αντίστροφα βέβαιο ότι, αν οι σύντροφοι συνεχίσουν αυτό το δρόμο, θα είμαστε πολιτικά αντίπαλοι, και αντίπαλοι κάθετοι, χωρίς καμιά ταλάντευση.
Το ξαναλέμε, επειδή έχουμε γνωρίσει αυτή τη λογική, επειδή έχουμε δει τις συνέπειες του “ένοπλου” στην Ιταλία, ή τη Γερμανία, την Αμερική κ.λπ., επειδή ξέρουμε τι τεράστιες καταστροφές προκάλεσε στο κίνημα, επειδή αυτό το κίνημα το θεωρούμε σάρκα από την ίδια τη σάρκα μας, δεν πρόκειται να έχουμε καμιά στάση “συνοδοιπόρου”, όπως έχουν διάφοροι σύντροφοι που, είτε γιατί είναι νεώτεροι είτε γιατί ήταν μακριά απ’ αυτό το φαινόμενο δεν έχουν γνωρίσει τις καταστροφές που προκάλεσε, σε επίπεδο προσωπικό και συλλογικό. Εμείς, σύντροφοι του “ένοπλου”, επειδή δεν νιώθουμε συνοδοιπόροι, επειδή έχουμε την ίδια προέλευση, θα είμαστε οι πιο απόλυτοι απ’ όλους. Ενώ, και το ξέρετε, είμαστε εκείνοι που βρεθήκαμε πιο κοντά σας, σα λογική, γι’ αυτό ίσως είμαστε και οι πιο αποφασισμένοι να αντιπαλέψουμε τη λογική σας, στο βαθμό που δεν αφοράει μόνο την προσωπική σας ζωή και μοίρα, αλλά την κατεύθυνση ενός ολόκληρου κινήματος.
Έτσι λοιπόν ο θάνατος του Χρήστου είναι ένα σημείο προβληματισμού, ένα σημείο που ελπίζουμε δεν θα οδηγήσει σε ακόμα περισσότερη απομάκρυνση από την πραγματικότητα μέσα σε μια τραγική βεντέτα, αλλά αντίστροφα θα αποτελέσει ένα σημείο επιστροφής για πολλούς συντρόφους. Σύντροφοι, δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, έχουμε την ιστορική ευκαιρία να μάθουμε από τα λάθη των άλλων.
Γεια χαρά, Χρήστο.
Μάης 1985
Αναδημοσίευση από : ΑΡΔΗΝ / ΡΗΞΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου