-αν- Αρχική Σελίδα

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

15 ΜΑΗ 1985 ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ του Χρήστου Τσουτσουβή







Το πρόσωπο του δολοφονημένου Τσουτσουβή με τα ανακατεμένα μαλλιά και τα ορθάνοιχτα μάτια είναι ένα από τα πιο πολυδημοσιευμένα στον Τύπο. Συνόδευσε τη μακρά σειρά των δημοσιευμάτων για την τρομοκρατία στην Ελλάδα από το 1985, όταν ο Τσουτσουβής σκοτώθηκε. Η δράση του Χρ. Τσουτσουβή έληξε στις 15 Μαΐου 1985, όταν σε συμπλοκή στου ...
....Γκύζη σκοτώθηκαν ο ίδιος και τρεις αστυνομικοί. Υποτίθεται μάλιστα ότι η Αστυνομία δεν γνώριζε τα στοιχεία του νεκρού και τα ανακάλυψε μέσω της δημοσίευσης της φωτογραφίας, για να ακολουθήσει ο εντοπισμός της κατοικίας - γιάφκας του και το πολύχρονο κυνηγητό εις βάρος προσώπων με τα οποία είχε επαφή.
Τα αντικείμενα που ανακοίνωσαν ότι εντόπισαν οι αρχές στο διαμέρισμα του Τσουτσουβή στην Κυψέλη (έξι ηλεκτρονικοί πυροκροτητές, 145 κοινοί πυροκροτητές, μηχανήματα εκτύπωσης, κουκούλες, περούκες, γάντια και πρωτότυπο της προκήρυξης για τη δολοφονία του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου) έπαιξαν σημαντικό ρόλο -μαζί με την απουσία άλλων ονομάτων επί 17 χρόνια- για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πρόσωπο των οργανώσεων ένοπλης βίας στην Ελλάδα. Το πόσο καθοριστικός ήταν τελικά ο ρόλος Τσουτσουβή στις εξελίξεις θα επιβεβαιωθεί μόνον όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Γεννημένος το 1953, ο Χρήστος Τσουτσουβής εμφανίζεται αρχικώς να είναι μέλος του ΠΑΚ την περίοδο της χούντας όντας φοιτητής στο Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα εκλογικός αντιπρόσωπος για το ΠΑΣΟΚ. Στον ΕΛΑ φέρεται να δραστηριοποιείται το 1976 αξιώνοντας ρόλο ενθουσιώδους υποστηρικτή δραστικών ενεργειών. Φέρεται να έχει συμμετοχή και στη συμπλοκή του Ρέντη το 1977, στην οποία σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασσίμης. Αναφέρεται επίσης ότι αποχώρησε από τον ΕΛΑ μετά τη δολοφονία Μπάμπαλη τον Ιανουάριο του 1979 και πήρε μαζί του μεγάλο μέρος από τον οπλισμό της οργάνωσης -πράγμα που ανάγκασε άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο «Φιλίπ» να αναζητήσουν βοήθεια και συνεργασία από το διεθνή τρομοκράτη Κάρλος.
Ο δυναμισμός του χαρακτήρα φαίνεται πως έπαιξε επίσης ρόλο για να αποδοθούν στον Τσουτσουβή οι εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα της Αθήνας πριν από τα Χριστούγεννα του 1980 (με την υπογραφή όμως της οργάνωσης «Οκτώβρης '80»).
Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, αποχωρώντας ο Τσουτσουβής από τον ΕΛΑ ιδρύει την οργάνωση «Αντικρατική Πάλη», η οποία δολοφονεί την 1η Απριλίου 1985 τον εισαγγελέα Γεώργιο Θεοφανόπουλο. Εχετε ήδη μπερδευτεί με τα ονόματα των οργανώσεων των οποίων ήταν μέλος ή δημιουργός ο Τσουτσουβής; Αυτό, κατά τις αρχές, αποδεικνύει την πολυδιάσπαση του χώρου των οργανώσεων ένοπλης βίας στη δεκαετία του '80, τις αρχηγικές επιδιώξεις των μελών τους και τη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» με τη 17Ν.
Η συμπλοκή στου Γκύζη ξεκίνησε όταν σε τυχαίο αστυνομικό έλεγχο ο Τσουτσουβής δεν υπάκουσε, τράβηξε όπλο, σκότωσε τρεις αστυνομικούς και σκοτώθηκε κι ο ίδιος! Οι αρχές τότε προτίμησαν, αντί της εκδοχής του αδίστακτου πιστολά που πουλά ακριβά το τομάρι του, να διαρρεύσουν πως ο Τσουτσουβής δεν ήταν μόνος του και ο σύντροφός του τον αποτελείωσε όταν είδε πως είχε τραυματιστεί.
Με τον Τσουτσουβή συνδέθηκε μία ακόμη γιάφκα πέραν εκείνης στην Κυψέλη που εντοπίστηκε μετά το θάνατό του. Πρόκειται για το υπόγειο της οδού Καλαμά 25 στα Σεπόλια στο οποίο έφτασαν οι αρχές -και συγκεκριμένα η Πυροσβεστική, αφού επρόκειτο για πλημμυρισμένη κατοικία- στα τέλη Νοεμβρίου 1986. Μέσα στο υπόγειο βρέθηκαν μεταξύ άλλων έξι 45άρια πιστόλια, τέσσερα περίστροφα, δύο αυτόματα, επιθετικές χειροβομβίδες, κυνηγετικά όπλα, 2.000 σφαίρες και άλλα. Σύμφωνα με τις αρχές, η βαλλιστική έρευνα έδειξε ότι τα 45άρια είχαν χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία Θεοφανόπουλου. Στοιχείο που μπέρδεψε τις έρευνες ήταν ένα κλειδί που βρέθηκε στην ίδια γιάφκα και ειπώθηκε ότι άνοιγε το κλεμμένο «Σίμκα» που είχε χρησιμοποιήσει η 17Ν στη δολοφονία Γουέλς το 1975. Ομως, πάνω στην κλειδοθήκη βρέθηκε χαρτάκι στο οποίο ο Τσουτσουβής είχε καταγράψει τον αριθμό αυτοκινήτου που η 17Ν χρησιμοποίησε ως όχημα διαφυγής στην επίθεση κατά των Πέτρου και Σταμούλη το 1980... Ενώ η 17Ν το 1987 σε προκήρυξή της ανέφερε πως για να βάλει μπροστά το «Σίμκα» χρησιμοποίησε τα καλώδια της μίζας και όχι κλειδί.

Α
Αναδημοσίευση από :ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ





Μπάτσοι του Γκύ

ζη κάτι σας θυμίζει…

 


tsoytsoybis
Σήμερα κλείνουν 29 χρόνια απο τη δολοφονία του Χρήστου Τσουτσουβή στο Γκύζη. Ο Τσουτσουβής ήταν ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλεως που έπεσε στην Ελλάδα, ύστερα απο καταδίωξη και σκληρή μάχη παίρνοντας μαζί του και τα τρία ένστολα γουρούνια που τον καταδίωκαν. Έχω περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσουτσουβή στο μυαλό μου, τόσες που πλέον μου είναι αδύνατων να διαχωρίσω την πραγματικότητα απο την ψευδαίσθηση. Τον γνώρισα ποτέ, η όχι; Κάναμε ποτέ παρέα, η όχι;; Ξενυχτήσαμε τελικά βράδια ολόκληρα συζητώντας…η όχι;;  Το μόνο σίγουρο είναι πως το Γκύζη η περιοχή που γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζώ, έχει τον δικό της “άγιο”…και όσο οξύμωρος κι αν είναι αυτός ο χαρακτηρισμός για έναν αναρχικό και δη αντάρτη πόλης, είναι απλά ένα λογοπαίγνιο του σήμερα, που τιμάει ένα έθιμο του χθές. Γιατί κάποτε στα χωριά μέσα απο τέτοιους θανάτους, “γεννούσαν” τους αγίους…
Ο Τσουτσουβής έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε πολλούς κυρίως λόγο της μαχητικότητας του, της γενικότερης άμεσης και παθιασμένης αντιεξουσιαστικής του στάσης, αλλά και δράσης. Το όνομα του είναι συνώνυμο του θάρρους και αν κάποιος αντιληφθεί πραγματικά το πότε έδρασε και το τι επικρατούσε κοινωνικά εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, τότε μιλάμε ξεκάθαρα για έναν ήρωα.
Για την ιστορία: εκείνη την περίοδο το “σοσια-λιστικό” ΠΑΣΟΚ είχε ανέβει στην εξουσία και χάριζε λεφτά με την σέσουλα, χρήμα αέρα κοπανιστό και διορισμούς ρουτίνας στο δημόσιο με αίτηση απο το”περίπτερο”. (που λέει ο λόγος). Όλη η Ελλάδα είχε μπεί στον φαύλο κύκλο του “Δανείζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, για να αγοράσω πράγματα που δεν χρειάζομαι, με σκοπό να εντυπωσιάσω ανθρώπους που δεν συμπαθώ”. Ο πεσιμισμός και η ματαιοδοξία ήταν λέξεις σχεδόν άγνωστες σε μία χώρα άξεστων που ξαφνικά είχαν όλοι φράγκα, γεμάτες τσέπες και όνειρα. Μικροαστικά όνειρα και προοπτικές ανάπτυξης που σήμαιναν το ξεκίνημα ενός εφιάλτη όπως τελικά αποδείχτηκε, του εφιάλτη αυτού, που σήμερα βιώνουμε τον επίλογο του.
Εκτός του χρήματος που έρεε και της ανάπτυξη των πάντων, που ως σκοπό είχαν να αποτελειώσουν αυτό το τερατογεννές εξάμβλωμα που ονομάζεται ελληνικός λαός, στον Ευρωπαίο πλέον ελληναρά η ενασχόληση με την πολιτική φάνταζε μπανάλ και ντεμοντέ. Το ΚΚΕ (η πάλαι άλλοτε αντισταστιακό τέρας) είχε ήδη εκπνεύσει τον επιθανάτιο ρόγχο του και αναπαυμένο εν ειρήνη στην συστημική του πολυθρόνα φτιασιδωνόταν πυρετωδώς για τα “εγκαίνια” της συγκυβέρνησης με τη δεξιά που θα έκανε μερικά χρονάκια αργότερα.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν όχι αναρχικός (ΑΝΑΡΧΟ…τι;), ούτε κάν αριστερός, αλλα γενικότερα η λέξη πολιτικοποιημένος ήταν απο μπανάλ εως άγνωστη…

Αυτό είναι το μεγαλείο όλων όσων διάλεξαν να χαράξουν αντίθετη ρώτα στο τότε, και αυτό πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε, χωρίς να μειώνετε φυσικά κανένας αγώνας, όποτε και όπου κι αν έγινε. Όλοι οι αγώνες είναι για κάποιον λόγο ιδιαίτεροι και ξεχωρίστοι, όμως δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο παρά ίσοι, γι’αυτό δεν γίνονται εξάλλου; Για την ισότητα και το όλα για όλους. Ο Τσέ είχε πεί οτι “Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό”. Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν μπορούσε παρά να φερθεί ρεαλιστικά και να επιδιώξει το αδύνατο. Οπλίστηκε και βγήκε στην παρανομία σε μία εποχή που όλος ο κόσμος πήγαινε στη “νόμιμο” χρήμα…και όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξει, απο τον κόσμο των ζωντανών νεκρών, διάλεξε εκείνων της αθανασίας! Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν έφυγε ποτέ, αρκεί να ψάξει κάποιος πίσω απο λέξεις και θα τον συναντήσει σε φράσεις, όπως αυτή:  “Η συνείδηση καθορίζει την ύπαρξη”.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΒΗ. ΜΠΑΤΣΟΙ ΤΟ ΓΚΥΖΗ ΚΑΤΙ ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ. ΕΝΑΣ, ΤΡΕΙΣ!

Άλφα Στερητικό

1

Για την ιστορία

Ο Χρήστος Τσουτσουβής υπήρξε ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλης με τον Κασσίμη. Ισως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το πρόσωπο που τιμήθηκε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο.
Ενοπλες ομάδες όπως η “Επαναστατική Φράξια για την Ανατροπή – Χρήστος Τσουτσουβής” έκαναν χτυπήματα σε καπιταλιστικούς στόχους για να τιμήσουν την μνήμη του.
Συνθήματα σε τοίχους και πορείες με αναφορά στο όνομα του, τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτόν, αφιερώματα σε αναρχικά έντυπα δείχνουν ότι ο θάνατος του Τσουτσουβή δεν πέρασε απαρατήρητος από ένα μεγάλο μέρος του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Mόλις τελείωσε το σχολείο στην Kόρινθο ο Xρήστος χάθηκε από συγγενείς και φίλους. Kάπου κάπου τηλεφωνούσε στους γονείς του και τους έλεγε ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν και ότι σπουδάζει αρχιτεκτονικό σχέδιο στην Aυστρία και παράλληλα δουλεύει σε μια μεγάλη πολυεθνική.
Ο ίδιος ζούσε στην βαθειά παρανομία στην Αθήνα και εκτός απ’ τους συντρόφους του κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γ’ αυτόν.
Mέλος του Eπαναστατικού Λαϊκού Aγώνα από το 1976 έως το 1980, αποχώρησε λόγω ιδεολογικών αλλά και επιχειρησιακών διαφωνιών. Ηταν θιασώτης της σκληρής ένοπλης αντιπαράθεσης κι όχι των συμβολικών χτυπημάτων με βόμβες.
Έφτιαξε την Aντικρατική Πάλη.
img017

.

Ο επίλογος

Ήταν περίπου τέσσερις και τέταρτο, απόγευμα της Τετάρτης 15 Μάη του 1985, όταν ο Τσουτσουβής και ένα ακόμη άτομο πλησίασαν μία παρκαρισμένη μοτοσικλέτα στην περιοχή του Γκύζη. Τρεις μπάτσοι με πολιτικά, που είχαν στήσει ενέδρα σε κοντινό σημείο κρυμμένοι σ’ ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν και να τον συλλάβουν.
Tίποτα.
Kαταδίωξη.
Kαι μετά μίλησαν τα όπλα. Tρεις μπάτσοι νεκροί (Μπούρας, Δουγενής, Γεωργίου), αλλά και ο Xρήστος Tσουτσουβής.
Ο επίλογος για τους μπάτσους ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χ. Τσουτσουβή που έδωσαν στις εφημερίδες, ξέπνοο με τα μάτια ανοιχτά και τα βλέφαρα στερεωμένα με σελοτέιπ.
Για κάποιους άλλους όμως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το σημείο ηρωικής αναφοράς.
.
imagey8jcz1

“Ο Ανέστης (σ.σ. το “κωδικό” όνομα του Τσουτσουβή) είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αργότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο”.
Απο το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα
“Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη – του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι “ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών”. Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους.”
Απ’ την απολογία του αναρχικού Νίκου Μαζιώτη.
.
.
1d16f-imagey8jcz1
.
Το κείμενο αυτό ας μην εκτιμηθεί σαν συμβατική επιμνημόσυνη ρητορική «κατάθεση».
Όσοι έχουν τέτοια (ανεγκέφαλη…) προδιάθεση, ας γυρίσουν σελίδα. Ο Τσουτσουβής δεν σκοτώθηκε για να τον βαλσαμώσουν στα ανέξοδα ουρλιαχτά τους (θρηνητικά ή ψευτο«απειλητικά»…) οι άκαπνοι ζωντανοί των «επαναστατικών» γυμναστήριων. Το πρόταγμα που αναδεικνύεται αφορά την όξυνση της σύγκρουσης. Ο συμβιβαστικός κοινωνισμός, η φολκλορική ελευθεριακότητα, ο ηττοπαθής ταχτικισμός, η συναινετική πολιτικότητα: είναι οι πρακτικές καταγραφές του ρεφορμιστικού εκφυλισμού που «φιλοδοξεί», σήμερα, να απαλλοτριώσει την εξεγερτική διάσταση του αναρχικού λόγου. Το κείμενο αυτό «προτείνει» έναν προσδιορισμό της «μνήμης» στη βάση της σύγκρουσης με το Κράτος και τ’ αφεντικά. Το δικό μας «τιμή στον Τσουτσουβή» δεν απευθύνεται στους ποικιλώνυμους αναρχίζοντες καταναλωτές του νεοαριστερίστικου κρετινισμού…
Αν οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, οι δρόμοι της επανάστασης τί είναι; Και πώς συνδέονται αυτά τα δύο; Ποιο ένστικτο ακατανίκητο προσδιορίζει την ένωση τους στη Πράξη της ανατροπής; Η ενέργεια της ζωής. Είναι αφελείς όσοι αντιλαμβάνονται τη ζωή έξω από τα ανθρώπινα μέτρα της μέσα στην κοινωνία. Λοιπόν, θέλετε να επέμβετε στην ζωή; Καταστρέψτε τους κοινωνικούς θανάτους που την αφυδατώνουν. Αφού δεν μπορείτε ή δεν θέλετε, ασχοληθείτε καλύτερα με τα παιδάκια και τη δουλίτσα σας.
Στις 15/5/85, σε ένοπλη συμπλοκή με μπάτσους στου Γκύζη, σκοτώνεται ο αγωνιστής της «Αντικρατικής Πάλης», Χρήστος Τσουτσουβής. Οι βρικόλακες της Εξουσίας στήνουν τον χορό του μίσους, του ρεβανσισμού αλλά και του φόβου τους, γύρω από το πτώμα του επαναστατημένου ανθρώπου· ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος και οι τρεις νεκροί αστυνομικοί εκείνης της νύχτας, επιβεβαιώνουν την αυτοφυή δυνατότητα της ζωής να ανακαλύπτει και να πραγματώνει τη διαλεκτική της εξέλιξης της.
Η πολιτική είναι η αλλοτριωτική υπαγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης στη σφαίρα των μεγεθών και των μετρήσεων. Ξεπερνώντας το τεχνοκρατικό τέλμα των στατιστικών υπολογισμών και της μπακαλίστικής ταχτικολογίας, θα συναντήσουμε την επανάσταση. Η επανάσταση είναι βαθύτατα αντιπολιτική και η βία της επανάστασης είναι η δικαίωση της ανθρώπινης διαμαρτυρίας για τους όρους και τα δεδομένα της αθλιότητας.
Όταν οι μπάτσοι, σε συνεργασία με τους καθεστωτικούς δημοσιογράφους, απο­κρύψανε τη μέρα της κηδείας του Χρήστου (δηλώ­θηκε η 22/5, ενώ έγινε στις 21/5) και στη συνέχεια αποδύθηκαν σε μια βρώμικη προσπάθεια κατασυκοφάντησης του νεκρού επαναστάτη, η αδελφή του χρησιμοποίησε τη λέξη «σκουλήκια» για να χαρακτηρίσει το ήθος τους. Την ίδια ακριβώς λέξη, φορτισμένη με τη μεγαλύτερη απέχθεια, αποδίδουμε σήμερα και στους «συντρόφους» που έχουν μετατρέψει σε επωδό των τσιριχτών τους το πρόστυχο σλόγκαν «καραγκιόζηδες κουμπουροφόροι». Ας μη πε­τάνε λάσπη στην ομορφιά και την εντιμότητα του αγώνα, που είναι έτη φωτός μακριά από το κομματίστικα μαγαζάκια τους και τις μίζερες μικροΐντριγκες του σαχλού και βαλτωμένου μπλα-μπλα τους.
Η ταχτική της προβοκατόρικης παραπληροφό­ρησης στα πέριξ των Εξαρχείων και η μπατσίστικη νοοτροπία των ανώνυμων επιστολών, δεν έχει καμία σχέση με το ήθος του ανθρώπου που ήταν αφιερωμένος στον επαναστατικό ταξικό αγώνα από τα 19 του χρόνια ενώ σήμερα οι φορείς της πιο χυδαίας κριτικής εναντίον του είτε γκομενίζουν, είτε συγκροτούν μέτωπο με τους κλαψουρίζοντες κατοικίδιους «αμφισβητίες».
Η ζωή δεν είναι μια απατηλή λάμψη. Αυτή την αίσθηση προσπαθεί να επιβάλλει το καθεστώς των εμπόρων και των κρατιστών. Η ζωή ορίζεται με τη δύναμη και τη διάρκεια της επιθυμίας για ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη. Ό,τι επεμβαίνει ανασταλτικά πρέπει να τσακίζεται. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να συγκρουστούμε; Πόσο μαλάκας είναι ο «αναρχικός» που εκφυλίζει το βίωμα της υποτέλειας σε παιχνιδιάρικη διάθεση για ανώδυνους …εναλλακτισμούς; Εναλλακτισμούς που μετατρέπουν τις ριζικές ανάγκες και τα επαναστατικά αιτήματα σε μπαλαντέρ για την οργανωμένη επινοητικότητα των αφεντικών. Η μακαριότητα, ο εφησυχασμός και η βιντεόπληκτη μιζέρια των μικροαστών πρέπει να τινάζονται κάθε φορά στον αέρα. Οι τσαρλατάνοι της μικρομεσαίας χυδαιότητας ουρλιάζουν αφιονισμένοι κάθε φορά «καλά κάνατε στο κάθαρμα».
Αμέτρητα «καθάρματα» θα κουρελιάσουν τη βαρβαρότητα των εξουσιαστικών μύθων. Ο επαναστατικός ανθρωπισμός δεν είναι αφηρημένο καλολογικό στοιχείο στη πληκτική ποίηση αυτής της καθημερινότητας. Η ηθική και η ευαισθησία που περιέχονται στην επαναστατική βία δεν γίνεται να συγκρίνονται με τα συνώνυμα τους στον σημερινό κόσμο: όσοι το κάνουν παίζουν το παιχνίδι της επιβεβλημένης κουλτούρας. Φούντωσαν πάλι οι έριδες. Τι νόημα έχουν; Το μπιστόλι στο αμειβόμενο χέρι του μπάτσου κόβει τον γόρδιο.
Αν η Θεωρία επιθυμεί να μας κάνει καλοκάγαθους αμνούς, ας την αφήσουμε να ρέψει στα συρτάρια και τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Το φάντασμα του Χρήστου, του κάθε Τσου­τσουβή σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη, στοιχειώνει τον ύπνο των βαστάζων της Εξουσίας. Δημιουργώντας παντού εστίες έντασης. Δεν είναι εύκολο. Ανακαλύπτοντας συνεχώς τις ανατρεπτικές δυσκολίες, παρατάμε στη νωθρότητα και τη πλήξη τους τις λογικές της αδράνειας και του πασιφισμού. Το μεμονωμένο να γενικευτεί. Και η γενίκευση να μη βρει ποτέ τελικά όρια, αντλώντας διαρκώς από το μίσος και την επιθυμία.
Δεν χρειάζεται, ούτε και πρόκειται να κατασκευάσουμε ήρωες. Ο επαναστάτης δεν είναι ιδιότητα, και πολύ περισσότερο δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Όταν οι ένστολοι έμμισθοι δούλοι του Κράτους σκότωναν τον Χρήστο, ασκούσαν το δικό τους εκβιασμό στη συνείδηση των καταπιεσμένων. Όμως ο θάνατος από τα πυρά της Εξουσίας είναι ένας τρόπος να της αντισταθείς. Ποια δύναμη γεννά και ωθεί τους επαναστάτες; Η ακύρωση της ζωής μέσα στους θεσμούς και τις αξίες πολιτισμού του Κράτους. Πώς θα ορίσουμε αυτό που γίνεται;
Θα οριστεί μόνο του. Το πρόβλημα δεν είναι το χάσιμο των αλυσίδων. Είμαστε όλοι απόκληροι και περιθωριοποιημένοι. Γι αυτό ακριβώς σαρκώνουμε το κέντρο της ιστορικής κοινωνικής δημιουργίας. Τα επαναστατικά υποκείμενα αυτοαποκαλύπτονται χωρίς προλόγους. Βία στη βία της εξουσίας. Σαν αντίδραση, σαν απάντηση, σαν θέση, σαν διαρκή πράξη. Αυτός ο διεστραμμένος και εγκληματικός κόσμος δεν αφήνει περιθώρια για νεκρώσιμες ρητορείες. Το μνημόσυνο των νεκρών συντρόφων θα τελεστεί στα αποκαΐδια των ανακτόρων της Κυριαρχίας. Είναι σαν παραμύθι γεμάτο δράκους. Η λογική του είναι βασισμένη στο έγκλημα.
Από τη σκοτωμένη ευαισθησία του εξουσιαζόμενου μαθητή μέχρι τη σκοτωμένη ζωή του Τσουτσουβή -όλα τα πράγματα σε τούτον το κωλόκοσμο κρύβουν έναν φόνο. Αν το αίμα είναι το νέκταρ και η αμβροσία των αφεντικών, ας πιουν και να χορτάσουν το δικό τους. Τα νεροπίστολα της ρητορικής έξαρσης δεν αρκούν. Το πρόβλημα της βίας το θέτει η ίδια η διαλεκτική της δόμησης του εξουσιαστή πολιτισμού. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του κοινωνικού επαναστάτη Χρήστου Τσουτσουβή …και η επαναστατική μνήμη συνεισφέρει την ενέργειά της στην συγκρότηση των επαναστατικών προοπτικών.
(Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ENANTIA, αριθμός φύλλου 8, Ιούνης – Ιούλης 1990)
.


Αναδημοσίευση από : ΑΛΦΑ στερητικό

REQUIEM (στον Χρήστο Τσουτσουβή)


Συγγραφέας: 
Γιώργος Καραμπελιάς
Με­τά τον πρώ­το, τον Χρή­στο Κα­σί­μη, έ­νας δεύ­τε­ρος νε­κρός του α­ντάρ­τι­κου των πό­λε­ων στην Ελ­λά­δα, ο δεύ­τε­ρος Χρή­στος, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Και α­πό μια τρα­γι­κή σύ­μπτω­ση ή­ταν και σύ­ντρο­φοι, ο Τσου­τσου­βής βρέ­θη­κε δί­πλα στο Κα­σί­μη την ώ­ρα του θα­νά­του του. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα τον α­κο­λού­θη­σε πε­θαί­νο­ντας, ί­σως ό­πως θα ή­θε­λε, σε μια σύ­γκρου­ση με τους “μπά­τσους”, με το κρά­τος, το τό­σο μι­ση­τό. Κι αυ­τός ο θά­να­τος μάς α­φο­ρά ό­λους, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής είναι κάποιος δικός μας, έ­να κομ­μά­τι α­πό ε­κεί­νη την α­ρι­στε­ρά που ε­δώ και εί­κο­σι χρό­νια ξε­ση­κώ­θη­κε σ’ ό­λο τον κό­σμο, θέ­λο­ντας να τον αλ­λά­ξει “ε­δώ και τώ­ρα”. Ο Χρή­στος ή­ταν έ­νας ε­πα­να­στά­της, έ­νας ε­πα­να­στά­της σε δύ­σκο­λους και­ρούς, σε και­ρούς μι­κρό­ψυ­χους, χω­ρίς α­νά­τα­ση, χω­ρίς ο­ρί­ζο­ντες και ό­ρα­μα.
Η “Λα­ϊ­κή Βί­α”
Σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με­τά την κρί­ση της ε­πα­να­στα­τι­κής α­πό­πει­ρας του 1968, και στην Ελ­λά­δα με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, ε­κα­το­ντά­δες και χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοί μας πή­ραν τον ί­διο δρό­μο. Δεν μπο­ρού­σαν να α­νε­χτούν έ­να κό­σμο ό­που το ε­πα­να­στα­τι­κό ό­ρα­μα, το ό­ρα­μα μιας ά­με­σης α­να­τρο­πής, α­να­βαλ­λό­ταν για μια α­κό­μα φο­ρά. Άλ­λοι πή­ραν το δρό­μο της “εν­σω­μά­τω­σης” –­οι πιο πολ­λοί–­ άλ­λοι προ­σπά­θη­σαν να διε­ρευ­νή­σουν νέ­ους δρό­μους και α­πό­πει­ρες για το τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει ε­πα­νά­στα­ση στην ε­πο­χή του σο­σιαλ-κα­πι­τα­λι­σμού ή του ύ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού. Τέ­λος, αρ­κε­τοί πή­ραν το δρό­μο του α­ντάρ­τη των πό­λε­ων.Θα­μπω­μέ­νοι α­πό τις μο­λό­τωφ που φω­τα­γώ­γη­σαν ό­λες τις πρω­τεύ­ου­σες της Δύ­σης στην δε­κα­ε­τί­α 60-70 και την Ελ­λά­δα του Πο­λυ­τε­χνεί­ου του ’73, μη ό­ντας δια­τε­θει­μέ­νοι να δε­χτούν την κα­θη­με­ρι­νή μι­ζέ­ρια, α­δυ­να­τώ­ντας να κα­τα­νο­ή­σουν την λο­γι­κή ε­νός μα­κρό­χρο­νου “πο­λέ­μου θέ­σε­ων”, πέ­ρα­σαν “α­ντί­κρυ”.
Και η πο­ρεί­α ή­ταν ί­δια για ό­λους αυ­τούς τους πα­λιούς συ­ντρό­φους μας. Ξε­κί­νη­σαν α­πό τους ερ­γα­τι­κούς και νε­ο­λαι­ί­στι­κους α­γώ­νες, α­πόρ­ρι­ψαν τους συμ­βι­βα­σμούς των συν­δι­κά­των και των ε­πί­ση­μων φο­ρέ­ων, α­πο­φά­σι­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη βί­α σαν υ­πο­στή­ρι­ξη των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, μια βί­α “ό­χι ξε­κομ­μέ­νη α­πό τις μά­ζες, μια βί­α στην υ­πη­ρε­σί­α των μα­ζών”. Έ­τσι οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες που γί­νο­νται στην Ι­τα­λί­α, α­πό τις Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες και τις ορ­γα­νώ­σεις της αυ­το­νο­μί­ας, εί­ναι ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, με α­πα­γω­γή διευ­θυ­ντών, ξυ­λο­κό­πη­μα α­περ­γο­σπα­στών κ.λπ. Εί­ναι ε­νέρ­γειες μό­λις λί­γο πιο πά­νω α­πό την αυ­θόρ­μη­τη βί­α των ί­διων των ερ­γα­τών. Και στη Γαλ­λί­α, η “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” κά­νει την πρώ­τη με­γά­λη της ε­νέρ­γεια με την α­πα­γω­γή του διευ­θυ­ντή της Ρε­νώ. Στην Ελ­λά­δα, οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες στη με­τα­πο­λί­τευ­ση έ­χουν σαν στό­χο τα α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα, τους πρά­κτο­ρες της CΙΑ, τους βα­σα­νι­στές και ε­πι­χει­ρή­σεις ό­που εί­χαν διε­ξα­χθεί ή συ­νε­χί­ζο­νταν ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες .
Στην Ελ­λά­δα έ­χου­με μια ι­διο­μορ­φί­α. Η ύ­παρ­ξη της δι­κτα­το­ρί­ας φέρ­νει ευ­ρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα σε ε­πα­φή με την ε­πα­να­στα­τι­κή βί­α, με τις βόμ­βες ε­νά­ντια στη δι­κτα­το­ρί­α. Οι βόμ­βες μπαί­νουν τό­τε και α­πό με­τέ­πει­τα ευ­η­πό­λη­πτους πο­λί­τες, α­πό τη “Δη­μο­κρα­τι­κή Ά­μυ­να”, α­κό­μα και α­πό το ΠΑΚ και το ΠΑΜ. Ορ­γα­νώ­σεις σαν την “20 Ο­κτώ­βρη”, την ΛΕ­Α κ.λπ. προ­σπα­θούν να συ­στη­μα­το­ποι­ή­σουν τη λα­ϊ­κή βί­α, και εί­ναι προ­φα­νές ό­τι μια πι­θα­νή ε­πι­βί­ω­ση της χού­ντας με­τά το 1974 θα ο­δη­γού­σε σε  α­νά­πτυ­ξη του α­ντάρ­τι­κου. Ξαφ­νι­κά, με την κα­τάρ­ρευ­ση  στην Κύ­προ, έρ­χε­ται η με­τα­πο­λί­τευ­ση. Τι άλ­λα­ξε; Τί­πο­τε σχε­δόν, λε­ει ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά... και ο Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου, “αλ­λα­γή φρου­ράς του ι­μπε­ρια­λι­σμού”, ό­πως δια­κη­ρύσ­σει α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό.
Ε­πο­μέ­νως ο “α­γώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται”. Μό­νο που τώ­ρα διε­ξά­γε­ται σε νέ­ες συν­θή­κες. Συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης του α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμού, συν­θή­κες “τι­μω­ρί­ας των χου­ντι­κών”. Ε­κα­το­ντά­δες νέ­οι και πα­λιό­τε­ροι α­γω­νι­στές πα­ρεμ­βαί­νουν με ε­νέρ­γειες σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες. Και βέ­βαια με κέ­ντρο πά­ντα μια ι­δέ­α. “Ο λύ­κος την τρί­χα αλ­λά­ζει μό­νο, ό­χι τη φύ­ση του”. Η ελ­λη­νι­κή α­ντί­δρα­ση, ό­σο και αν προ­σπα­θεί να το παί­ξει “μο­ντέρ­να”, θα γυ­ρί­σει αρ­γά ή γρή­γο­ρα στα γνω­στά της μο­νο­πά­τια, της α­νοι­χτής κα­τα­στο­λής, της λι­τό­τη­τας, ί­σως και μιας νέ­ας χού­ντας. Τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, αυ­τές οι ε­πι­λο­γές έ­χουν μια ευ­ρύ­τα­τη λα­ϊ­κή συ­ναί­νε­ση. Η πλειο­ψη­φί­α του κό­σμου σκέ­φτε­ται και α­ντι­δρά­ει έ­τσι. Οι ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες, τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, εί­ναι κά­ποιοι ν­ι­κη­φό­ροι και σκλη­ροί α­γώ­νες μέ­σα σε συν­θή­κες “πα­ρα­νο­μί­ας”, για τη συ­γκέ­ντρω­ση των πρώ­των υ­πο­γρα­φών για τα σω­μα­τεί­α. Ε­κεί­να τα χρό­νια, συ­χνά, ερ­γά­τες, μα­ζί με συ­ντρό­φους που τους βο­η­θά­νε, τι­μω­ρούν τα “α­φε­ντι­κά” και τους α­περ­γο­σπά­στες· στις α­περ­γίες της Λάρ­κο και του Νέ­ου Κόκ­κι­νου κό­βο­νται σύρ­ρι­ζα οι ε­λιές των α­περ­γο­σπα­στών και καί­γο­νται τα αυ­το­κί­νη­τα των χα­φιέ­δων. Σε ό­λες τις γει­το­νιές της Α­θή­νας, μι­κρές ο­μά­δες με στοι­χειώ­δη μέ­σα καίνε α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα. Υ­πάρ­χει δη­λα­δή μια διά­χυ­τη λα­ϊ­κή βί­α. Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι μέ­σα σε τέ­τοιες συν­θή­κες ζει και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, που μα­ζί με το Χρή­στο Κα­σί­μη και άλ­λους συ­ντρό­φους τους –ό­πως βγαί­νει πια α­πό τις α­να­κοι­νώ­σεις και τα στοι­χεί­α που έ­χουν δο­θεί– πα­ρεμ­βαί­νουν και κά­νουν έ­να με­γά­λο έρ­γο α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης γύ­ρω α­πό τους ερ­γα­τι­κούς α­γώ­νες και τις γε­νι­κότε­ρες εκ­δη­λώ­σεις λα­ϊ­κής βί­ας. Ε­ξάλ­λου δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι, το 1975 και 1976, στις 23 Ιού­λη και στις 25 Μά­η, σε ό­λη την Α­θή­να διε­ξά­γο­νται συ­γκρού­σεις α­νά­με­σα σε ερ­γά­τες και α­στυ­νο­μί­α, που τα κόμ­μα­τα κα­τα­δι­κά­ζουν βαφτίζοντας τους ερ­γά­τες α­ρι­στε­ρο­χου­ντι­κούς.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες δεν... υ­πάρ­χουν τρο­μο­κρά­τες. Α­κό­μα και ό­σοι έ­χουν μια τέ­τοια λο­γι­κή κι­νού­νται σαν το ψά­ρι στο νε­ρό, εί­ναι κομ­μά­τι ε­νός κι­νή­μα­τος. Γι’ αυ­τό και ό­ταν σκο­τώ­νε­ται ο βα­σα­νι­στής Μάλ­λιος α­πό την “17 Νο­έμ­βρη”, ε­μείς, η Ο­ΠΑ τό­τε, κυ­κλο­φο­ρού­με μια προ­κή­ρυ­ξη με τον τί­τλο “γεια στα χέ­ρια τους”, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας την α­πο­στρο­φή της “Ά­κρας Α­ρι­στε­ράς” της ε­πο­χής, που “κα­τα­δι­κά­ζει” σύσ­σω­μη με α­να­κοι­νώ­σεις στις ε­φη­με­ρί­δες την “τρο­μο­κρα­τί­α”, ε­νώ βέ­βαια μπαί­νου­με στο α­στυ­νο­μι­κό στό­χα­στρο. Αυ­τό το κά­να­με τό­τε α­κρι­βώς για­τί δεν θε­ω­ρού­σα­με την ε­κτέ­λε­ση ε­νός βα­σα­νι­στή σαν τρο­μο­κρα­τι­κή πρά­ξη, έ­στω και αν γι­νό­ταν α­πό “τρο­μο­κρά­τες”, την θε­ω­ρού­σα­με σαν μια δί­και­η έκ­φρα­ση λα­ϊ­κής α­γα­νά­κτη­σης για την α­τι­μω­ρη­σί­α των βα­σα­νι­στών-δο­λο­φό­νων.
Να λοι­πόν το πραγ­μα­τι­κό κλί­μα ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Μέ­σα σ’ αυ­τό κι­νεί­ται ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Που ε­γκα­τα­λεί­πει τις σπου­δές στο μα­κρι­νό Γκρατ­ς, και τους αιώ­νιους φοι­τη­τές του, για να έρ­θει στην Ελ­λά­δα, να αλ­λά­ξει την κοι­νω­νί­α, να συ­νε­χί­σει τον α­γώ­να που μό­λις άρ­χι­σε στα 1973, τον α­γώ­να για το “βά­θαι­μα” της με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­πως λέ­γα­με τό­τε, τον α­γώ­να για την ερ­γα­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται μπαί­νει σε ερ­γο­στά­σια, δου­λεύ­ει, συμ­βά­λλει στη γέν­νη­ση του ερ­γο­στα­σια­κού συν­δι­κα­λι­σμού, γνω­ρί­ζει τη λα­ϊ­κή βί­α.


Η α­ντί­στρο­φη πο­ρεί­α
Ό­μως, ό­πως έ­χου­με δεί­ξει τό­σες φο­ρές, ο Μά­ης του ’76 ή­ταν έ­να ο­ρό­ση­μο, ό­πως την ί­δια ε­πο­χή –Μά­η– οι ε­κλο­γές στην Ι­τα­λί­α. Στην Ελ­λά­δα το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα αρ­χί­ζει να υ­πο­χω­ρεί και στο πρώ­το πλά­νο θα πε­ρά­σουν σι­γά-σι­γά τα κόμ­μα­τα –­ιδιαί­τε­ρα α­πό τις ε­κλο­γές του 1977 και με­τά. Στην Ι­τα­λί­α, με τις ε­κλο­γές του 1976, ο­δη­γού­νται σε κρί­ση οι με­γα­λύ­τε­ρες ορ­γα­νώ­σεις της ά­κρας α­ρι­στε­ράς. Τώ­ρα πια και στις δυο χώ­ρες, με δια­φο­ρε­τι­κούς ρυθ­μούς και σε δια­φο­ρε­τι­κό ε­πί­πε­δο, α­νοί­γει μια πε­ρί­ο­δος κρί­σης με πολ­λα­πλές συ­νέ­πειες.
Το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα μπαί­νει σε μια πε­ρί­ο­δο υ­πο­χώ­ρη­σης και “ο­μα­λο­ποί­η­σης”, ο αυ­θόρ­μη­τος α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμός με­τα­βάλ­λε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σε “φρά­ση”, κα­θώς η α­με­ρι­κά­νι­κη πα­ρου­σί­α υ­πο­χω­ρεί στην Ελ­λά­δα. Η πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση α­παι­τεί νέ­ους χώ­ρους και ε­πί­πε­δα. Ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά, α­νέ­τοι­μη να α­ντι­με­τω­πί­σει τις νέ­ες συν­θή­κες του “εκ­συ­χρο­νι­σμού”, μπαί­νει σε κρί­ση, τό­σο οι “α­ντι­μπε­ρια­λι­στές” των δια­φό­ρων “μ-λ”, ό­σο και οι “ερ­γα­τι­στές”, τα δί­κτυα ερ­γα­τι­κής α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης και η Ο­ΠΑ. Για με­ρι­κά χρό­νια, δο­κι­μά­ζου­με να προ­ω­θή­σου­με μια “ο­μο­σπον­δί­α ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων” που θα κα­τα­λή­ξει στον ση­με­ρι­νό... Ο­ΒΕΣ υ­πό Πα­σο­κι­κό έ­λεγ­χο.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες διε­ξά­γε­ται μια πά­λη για την κα­τεύ­θυν­ση που θα πρέ­πει να πά­ρει το ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα. Μια πά­λη που έ­χει σαν α­ντι­κεί­με­νό της, τό­τε, το ζή­τη­μα της “έ­νο­πλης πά­λης” και της βί­ας. Κά­τω α­πό την ώ­θη­ση και των α­ντί­στοι­χων ε­ξε­λί­ξε­ων στην Ι­τα­λί­α και τη Γερ­μα­νί­α, έ­να αυ­ξα­νό­με­νο κομ­μά­τι συ­ντρό­φων περ­νά­ει στη λο­γι­κή της “έ­νο­πλης πά­λης”. Ό­χι πια ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης της λα­ϊ­κής βί­ας, της “συ­στη­μα­το­ποί­η­σης” της λα­ϊ­κής βί­ας, αλ­λά ε­νέρ­γειες “αυ­τό­νο­μης ε­πα­να­στα­τι­κής βί­ας”, προ­ε­τοι­μα­σί­ας για το α­ντάρ­τι­κο πό­λε­ων. Σε ε­κεί­νο α­κρι­βώς το ση­μεί­ο αρ­χί­ζου­με την πο­λε­μι­κή και την α­ντι­πα­ρά­θε­σή μας με τους συ­ντρό­φους και διε­ξά­γου­με μια πά­λη για να κι­νη­θεί το κί­νη­μά μας σε πραγ­μα­τι­κούς κοι­νω­νι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς και ό­χι να πά­ρει α­διέ­ξο­δους δρό­μους μιας μά­χης έ­ξω και πέ­ρα α­πό τις μά­ζες. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται α­πό την α­να­κοί­νω­ση του “Ε­ΛΑ”, ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο Τσου­τσου­βής, αλ­λά και ο ί­διος ο Ε­ΛΑ, αρ­χί­ζουν να περ­νά­νε στη συ­στη­μα­το­ποί­η­ση της “έ­νο­πλης πά­λης”. Η δια­φω­νί­α μας με­γα­λώ­νει. Για δυο ή τρί­α χρό­νια δί­νου­με μια μακρό­χρο­νη σύ­γκρου­ση μέ­σα στο κί­νη­μα, σύ­γκρου­ση που μό­νο η α­στυ­νο­μί­α πα­ρα­κο­λου­θού­σε με τον τρό­πο της, γύ­ρω α­πό τον προ­σα­να­το­λι­σμό μας.
Αυ­τές οι α­ντι­θέ­σεις εκ­δη­λώ­νο­νται ό­λο και πιο συ­στη­μα­τι­κά γύ­ρω α­πό το θέ­μα της πά­λης ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α. Τό­τε κά­να­με μια α­νά­λυ­ση που έ­λε­γε πως η με­τα­πο­λί­τευ­ση α­πο­τε­λεί μια φά­ση “συ­ναί­νε­σης” και ό­χι κα­τα­στο­λής σαν κύ­ρια πλευ­ρά. Ε­πο­μέ­νως μια φά­ση ό­που η πά­λη του κι­νή­μα­τος ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α μπο­ρεί να κερ­δη­θεί στο ε­πί­πε­δο των μα­ζών και των συμ­μα­χιών που μπο­ρού­με να κα­τα­κτή­σου­με. Α­ντί­θε­τα, η α­νά­λυ­ση των συ­ντρό­φων της “έ­νο­πλης πά­λης” ή­ταν πως το “κρά­τος εί­ναι κρά­τος”, δεν μπο­ρεί να κά­νει κα­μιά υ­πο­χώ­ρη­ση και ε­πο­μέ­νως εί­ναι μα­ταιο­πο­νί­α το να θέ­λει κα­νείς να το α­ντι­με­τω­πί­σει στο ε­πί­πε­δο της α­νοι­χτής πο­λι­τι­κής πά­λης. Δεν υ­πάρ­χει άλ­λος δρό­μος α­πό τη βί­αι­η και πα­ρά­νο­μη α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Αυ­τή η δια­φο­ρά και δια­πά­λη παί­χτη­κε α­κρι­βώς στο ε­πί­πε­δο της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας και κα­τα­στο­λής. Και χά­θη­κε α­πό τους “έ­νο­πλους”. Η πρώ­τη α­ντι­πα­ρά­θε­ση έ­γι­νε γύ­ρω α­πό το ζή­τη­μα του Σε­ρί­φη –του συ­ντρό­φου ερ­γά­τη α­πό την Α­ΕG που φυ­λα­κί­στη­κε για 16 μή­νες με­τά την ε­νέρ­γεια που έ­γι­νε ε­κεί– (στην ο­ποί­α ό­πως μα­θαί­νουμε τώ­ρα συμ­με­τεί­χε και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής μα­ζί με τον Χρή­στο Κα­σί­μη) με­τά την δο­λο­φο­νί­α των η­γε­τών της ΡΑΦ στα κε­λιά τους.
Υ­πο­στη­ρί­ζα­με τό­τε ό­τι εί­ναι δυ­να­τό αυ­τή η μά­χη να κερ­δη­θεί και η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α να α­ντι­με­τω­πι­στεί στο έ­δα­φος της πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης, γι’ αυ­τό και πι­στεύ­α­με πως ή­ταν δυ­να­τή η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη. Οι “έ­νο­πλοι σύ­ντρο­φοι” α­να­πτύσ­σουν μια άλ­λη λο­γι­κή –ό­πως βγαί­νει α­πό κεί­με­νά τους. Ό­χι, ο Σε­ρί­φης δεν εί­ναι δυ­να­τό να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί, η κα­μπά­νια της ε­πι­τρο­πής δεν έ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νο για να δη­μιουρ­γή­σει σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση ευ­νο­ϊ­κό κλί­μα για την έ­νο­πλη πά­λη, να φα­νεί η α­να­γκαιό­τη­τά της. Αυ­τή η δια­μά­χη συ­νε­χί­στη­κε και με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη και την πο­λι­τι­κή νί­κη που κέρ­δι­σε το κί­νη­μά μας. Ε­μείς, σαν Ο­ΠΑ αρ­χι­κά και σαν ΡΗ­ΞΗ στη συ­νέ­χεια, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το κύ­ριο βά­ρος της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Η α­στυ­νο­μί­α, εί­τε για­τί της ή­ταν βο­λι­κό, εί­τε για­τί εν μέ­ρει το πί­στευε, μας με­τα­βά­λλει στον κε­ντρι­κό της στό­χο μα­ζί με άλ­λους α­νορ­γά­νω­τους α­γω­νι­στές (ό­πως τον Βό­τση κ.λπ.). Σε κά­θε έ­νο­πλη ε­νέρ­γεια ει­σβά­λλουν με τα αυ­τό­μα­τα σπί­τι μας (α­πό τον Μπά­μπα­λη μέ­χρι τους Πέ­τρο και Στα­μού­λη), μας στή­νουν δε­κά­δες μι­κρό­φω­να, ε­γκα­θιστούν έ­ναν μπά­τσο σε σπί­τι α­πέ­να­ντι α­πό τα γρα­φεί­α μας για να φω­το­γρα­φί­ζει και κα­τα­λή­γουν με την ε­πι­χεί­ρη­ση “Χα­νιά”, που έ­φα­γε και τον ί­διο τον Μπάλ­κο. Σ’ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν και μ’ αυ­τές τις συν­θή­κες της κα­θη­με­ρι­νής (κυ­ριο­λε­κτι­κά κα­θη­με­ρι­νής) α­ντι­πα­ρά­θε­σης με τους κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς κα­τα­στο­λής, α­γω­νι­ζό­μα­στε να α­πο­δεί­ξου­με την ορ­θό­τη­τα της ά­πο­ψής μας και το λα­θε­μέ­νο της έ­νο­πλης λο­γι­κής. Πράγ­μα­τι ή­ταν μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δος. Η α­στυ­νο­μί­α προ­σπα­θού­σε να μας κολ­λή­σει τον ρό­λο του τρο­μο­κρά­τη, ή να μας α­να­γκά­σει να με­τα­βλη­θού­με τε­λι­κά σε “τρο­μο­κρά­τες”, μπρο­στά στις κα­θη­με­ρι­νές της ε­πι­θέ­σεις, ή α­ντί­στρο­φα να υ­πο­χρε­ω­θού­με να κά­νου­με “δή­λω­ση με­τά­νοιας” και να πά­ψου­με να α­σχο­λού­μα­στε με την κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α, ό­πως έ­κα­ναν ό­λοι οι α­ρι­στε­ρι­στές τό­τε, ε­κτός α­πό την Ο­ΣΕ και τον “Μα­χη­τή” σ’ έ­να βαθ­μό. Πα­ρά­δο­ξα, αυ­τή την προσ­δο­κί­α εί­χαν και οι σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου” α­γώ­να. Να πά­με εί­τε α­πό δω εί­τε α­πό κει, να πά­ψου­με με τη “με­σο­βέ­ζι­κη λο­γι­κή” μας να χα­λά­με την “πιά­τσα!”
Πι­στεύ­ου­με ό­τι σε ε­κεί­νη τη φά­ση τε­λι­κά η μά­χη κερ­δή­θη­κε και ο χώ­ρος μας, σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο, κα­τα­νό­η­σε την α­νά­γκη μιας α­νυ­πο­χώ­ρη­της μεν αλ­λά μα­κρό­χρο­νης και με ό­ρους μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος πο­λι­τι­κής πά­λης.
Ό­μως, έ­τσι, η ο­ποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή σχέ­ση με τους “συ­ντρό­φους του έ­νο­πλου” έ­γι­νε α­κό­μα πιο μα­κρι­νή.
Εί­ναι προ­φα­νές. Μέ­σα στις νέ­ες συν­θή­κες που ο­δη­γού­σαν στην ά­νο­δο του ΠΑ­ΣΟΚ στην ε­ξου­σί­α, που σή­μαι­ναν έ­να νέ­ο άλ­μα στη συ­ναι­νε­τι­κή πο­λι­τι­κή, μια έ­νο­πλη λο­γι­κή δεν μπο­ρού­σε πια να έ­χει στοι­χειώ­δεις δυ­να­τό­τη­τες μα­ζι­κό­τη­τας, υ­πο­χρε­ω­τι­κά θα έ­πρε­πε να κα­τα­φύ­γει σε α­κό­μα βα­θύ­τε­ρο κό­ψι­μο α­πό τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τε­λειώ­νει και η δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δος του “έ­νο­πλου”, η με­τα­βα­τι­κή, για να πε­ρά­σου­με στην τρί­τη, στη φά­ση της “τρο­μο­κρα­τί­ας”.


Η ψυ­χή της “τρο­μο­κρα­τί­ας”
Τώ­ρα πια η ο­ρι­στι­κή α­πο­μά­κρυν­ση του έ­νο­πλου κι­νή­μα­τος α­πό τις κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες α­πο­δεί­χνε­ται α­πό την ί­δια τη φύ­ση των ε­νερ­γειών. Δεν πρό­κει­ται πλέ­ον για ε­νέρ­γειες που έ­χουν σχέ­ση με τις δια­δι­κα­σί­ες κι­νή­μα­τος, ή που έ­στω α­να­φέ­ρο­νται “α­πό μα­κριά” σ’ αυ­τό. Πρό­κει­ται για ε­νέρ­γειες που σκο­πεύ­ουν στο γε­νι­κό πο­λι­τι­κό πε­δί­ο με το ί­διο το αυ­τό­νο­μο α­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κό πε­ριε­χό­με­νό τους. Η 17 Νο­έμ­βρη δρα πλέ­ον σε έ­να ε­πί­πε­δο “γε­νι­κής πο­λι­τι­κής”, Α­με­ρι­κά­νοι, Μομ­φε­ρά­τος κ.λπ., ε­νώ α­κό­μα και άνθρωποι που είναι δεμένοι με ενέργειες “συμ­βο­λι­κού τύ­που”, ό­πως ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, περ­νούν σε ορ­γά­νω­ση “ε­κτε­λέ­σε­ων”, ό­πως ο Θε­ο­φα­νό­που­λος (αν ι­σχύ­ει βέ­βαια η α­στυ­νο­μι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση). Η πο­ρεί­α εί­ναι πα­ρό­μοια με την α­ντί­στοι­χη ε­ξέ­λι­ξη των ορ­γα­νώ­σε­ων του ε­ξω­τε­ρι­κού, που έ­χει πε­ρι­γρά­ψει ο Κλά­ιν, πα­λιό μέ­λος της “2 Ιού­νη”.
Η ί­δια η δια­δι­κα­σί­α της α­ντι­πα­ρά­θε­σης σπρώ­χνει ό­λο και πιο βα­θειά στην πα­ρα­νο­μί­α, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό τον συν­δυα­σμό μα­ζι­κού α­γώ­να και έ­νο­πλης πά­λης, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό ο­ποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σί­α κι­νή­μα­τος. Μέ­σα σε 10 χρό­νια α­πό την πτώ­ση της χού­ντας, έ­να κί­νη­μα που ξε­κί­νη­σε α­πό α­πλή “συ­στη­μα­το­ποί­η­ση” των ε­νερ­γειών λα­ϊ­κής α­ντί­στα­σης με­τα­βάλ­λε­ται σε έ­να δί­κτυο στε­γα­νών ορ­γα­νώ­σε­ων έ­ξω και πέ­ρα α­πό ο­ποιο­δή­πο­τε κί­νη­μα, που πα­ρεμ­βαί­νουν στην πο­λι­τι­κή σκη­νή “αυ­τό­νο­μα” με κά­ποιες πο­λι­τι­κές δο­λο­φο­νί­ες που οι ί­διες α­πο­φα­σί­ζουν και ε­κτε­λούν, για­τί βέ­βαια ό­σο πιο ξε­κομ­μέ­νος εί­σαι α­πό το πραγ­μα­τι­κό κί­νη­μα τό­σο “α­νώ­τε­ρες” ε­νέρ­γειες χρειά­ζε­σαι.


Χρή­στος Τσου­τσου­βής
Και ο Χρή­στος μέ­σα σ’ αυ­τά; Φα­ντα­ζό­μα­στε πως α­κο­λού­θη­σε αυ­τή την πο­ρεί­α, μ’ ό­λη την τρα­γι­κό­τη­τα, την α­πο­μό­νω­ση, την σχι­ζο­φρέ­νεια που μπο­ρεί να έ­χει. Ό­λο και πιο α­πο­μο­νω­μέ­νος α­πό πα­λιούς συ­ντρό­φους, α­πό κι­νή­μα­τα, α­πό συγ­γε­νείς και φί­λους, υ­πο­χρε­ω­τι­κά ό­λο και πιο μο­να­χι­κός, έ­χο­ντας σαν α­πο­κλει­στι­κό ση­μεί­ο α­να­φο­ράς την μι­κρή ο­μά­δα, βα­δί­ζο­ντας σαν α­πό πεί­σμα σε έ­να δρό­μο α­διέ­ξο­δο, ε­νώ γύ­ρω ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι τον ε­γκα­τέ­λει­παν. Και αυ­τός, έ­να παι­δί α­πό α­γρο­τι­κή προ­έ­λευ­ση, που πα­ρά­τη­σε την Αυ­στρί­α για να κά­νει την “ε­πα­νά­στα­ση”, ό­πως ό­λοι μας, ί­σως με με­γα­λύ­τε­ρο πά­θος α­πό μας τους υ­πό­λοι­πους που μπο­ρέ­σα­με να “προ­σαρ­μο­στού­με”, κυ­νηγούσε έ­να “ά­πια­στο ό­νει­ρο”, την ε­πα­νά­στα­ση, αλ­λά ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο την συ­γκί­νη­ση της ά­με­σης, της σω­μα­τι­κής α­ντι­πα­ρά­θε­σης, την συ­γκί­νη­ση της ε­πα­φής με τον ε­χθρό, τον κίν­δυ­νο. Ε­νώ γύ­ρω του ό­λοι το ρί­χναν στα ου­ζά­δι­κα, την ι­διώ­τευ­ση, την έ­ντα­ξη στην ε­ξου­σί­α, ο Χρή­στος συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει μια άλ­λη ε­πα­νά­στα­ση, συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει την ε­πα­νά­στα­ση “ε­δώ και τώ­ρα”.
Εί­ναι γνω­στό σε ό­λους ό­τι ε­μείς, α­πό τη “Ρή­ξη”, έ­χου­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο ε­νά­ντια στους “πα­λιούς συ­ντρό­φους” του έ­νο­πλου και έ­χου­με ε­πι­ση­μά­νει ό­τι, στο σύ­νο­λο της Ευ­ρώ­πης, πολ­λά α­πό τα δί­κτυα των τρο­μο­κρα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων –ό­πως πια ο­νο­μά­ζου­με τις πα­λιές έ­νο­πλες ορ­γα­νώ­σεις– έ­χουν με­τα­βλη­θεί στη χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση σε ε­νερ­γού­με­να, ά­με­σα ή έμ­με­σα, υ­πη­ρε­σιών των δια­φό­ρων δυ­νά­με­ων, εί­τε του Κα­ντά­φι, εί­τε μέ­σω των Πα­λαι­στι­νί­ων και της “λο­γι­στι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης”, υ­πη­ρε­σιών των Α­να­το­λι­κών χω­ρών, της Περ­σί­ας κ.λπ., ε­νώ στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση χρη­σι­μο­ποιού­νται α­πό διά­φο­ρες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, ά­σχε­τα με τις προ­θέ­σεις τους, για­τί ό­ταν δεν έ­χεις κα­μιά πο­λι­τι­κή μα­ζι­κή πα­ρέμ­βα­ση, τό­τε τις ε­νέρ­γειές σου τις χρη­σι­μο­ποιεί κά­ποιος άλ­λος.
Έ­χου­με ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο στην τρο­μο­κρα­τι­κή λο­γι­κή, σαν λο­γι­κή που δια­γρά­φει την ί­δια την κί­νη­ση των μα­ζών και ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη λο­γι­κή της θέ­λη­σης της ο­μά­δας. Η ο­μά­δα και οι ε­πι­λο­γές της γί­νο­νται ο ομ­φα­λός της γης, ε­νώ οι μά­ζες, ο λα­ός για τον ο­ποί­ο υ­πο­τί­θε­ται γί­νε­ται η ε­πα­νά­στα­ση, πα­ρα­κο­λου­θούν ό­χι μό­νο απ’ έ­ξω, ό­πως έ­γρα­φε ο Λέ­νιν για την τρο­μο­κρα­τί­α, αλ­λά και συ­χνά ε­νά­ντια στους “πρω­το­πό­ρους”.
Ό­μως αυ­τή η σκλη­ρή πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή μας, που φτά­νει να λέ­με στην τε­λευ­ταί­α μας προ­κή­ρυ­ξη πως πο­λι­τι­κά δεν τους θε­ω­ρού­με πια συ­ντρό­φους, δεν α­ναι­ρεί ό­τι, στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο, ο θά­να­τος του Χρή­στου ή­ταν ο θά­να­τος ε­νός δι­κού μας. [ ]
Ε­μείς μπο­ρού­με να μι­λά­με μ’ αυ­τό τον τρό­πο για το έ­νο­πλο, για­τί ξέ­ρου­με για τι πράγ­μα μι­λά­με, για­τί έ­χου­με νιώ­σει την ι­σχυ­ρή πί­ε­ση να με­τα­βλη­θού­με σε “εκ­δι­κη­τές”, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει τις κα­θη­με­ρι­νές δο­λο­φο­νί­ες-α­τυ­χή­μα­τα των α­φε­ντι­κών, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει την κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή, για­τί, στο κά­τω-κά­τω της γρα­φής, σύ­ντρο­φοί μας σ’ ό­λο τον κό­σμο ή­ταν ε­κεί­νοι πού πή­ραν αυ­τό το δρό­μο. Για­τί σύ­ντρο­φοι μας ή­ταν στη Γαλ­λί­α αυ­τοί που πή­ραν το δρό­μο του έ­νο­πλου, πα­λιοί της “Προ­λε­τα­ρια­κής Α­ρι­στε­ράς”· ο Κούρ­τσιο και οι δι­κοί του που έ­κα­ναν τις “Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες” ή­ταν πα­λιοί σύ­ντρο­φοι που εί­χαν δη­μιουρ­γή­σει το 1970 την “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” στην Ι­τα­λί­α –για­τί η “Πρώ­τη Γραμ­μή” βγή­κε α­πό την Ορ­γά­νω­ση “Συ­νε­χής Α­γώ­νας” (Λότ­τα Κο­ντί­νουα) και στην συ­νέ­χεια τό­σες άλ­λες α­πό την “Εργα­τι­κή Αυ­το­νο­μί­α”. Ε­πει­δή στην Ελ­λά­δα έ­χου­με πα­λέ­ψει και μεις στην κα­τεύ­θυν­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της ερ­γα­τι­κής α­ντί­στα­σης τα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια, ε­πει­δή, υ­πάρ­χουν α­τέ­λειω­τα ε­πει­δή· για ό­λους αυ­τούς τους λό­γους πι­στεύ­ου­με πως μπο­ρού­με να μι­λά­με πο­λι­τι­κά και να κρι­τι­κά­ρου­με με τον πιο βί­αιο τρό­πο κά­ποιους που υ­πήρ­ξαν σύ­ντρο­φοί μας, αλ­λά α­πό την άλ­λη να ε­ξα­κο­λου­θού­με να θε­ω­ρού­με συ­ντρό­φους μας στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο αυ­τούς που πή­ραν το δρό­μο της τρο­μο­κρα­τί­ας και έ­πε­σαν ό­πως ο σύ­ντρο­φος Χρή­στος. Για­τί ξέ­ρου­με πως στη θέ­ση του θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε ε­μείς οι ί­διοι, εί­ναι κομ­μά­τι α­πό μας.
Για­τί ξέ­ρου­με τε­λι­κά πως το α­διέ­ξο­δο του συ­ντρό­φου Χρή­στου ή­ταν το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης, το α­διέ­ξο­δο μιας ο­ρι­σμέ­νης α­ντί­λη­ψης του Λε­νι­νι­σμού και της πρω­το­πο­ρί­ας, α­διέ­ξο­δο που βιώ­σα­με με τον πιο έ­ντο­νο τρό­πο χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοι σ’ ό­λη την Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη.


Το α­διέ­ξο­δο μιας α­ντί­λη­ψης
Εί­ναι το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης για την πρω­το­πο­ρί­α και την ε­πα­νά­στα­ση. Μιας α­ντί­λη­ψης που θε­ω­ρεί πως στην Ευ­ρώ­πη εί­ναι σή­με­ρα δυ­να­τή μια δια­δι­κα­σί­α ε­πα­νά­στα­σης ό­που μια πρω­το­πο­ρί­α θα α­νοί­ξει το δρό­μο της έ­νο­πλης α­να­τρο­πής του κα­θε­στώ­τος, και οι μά­ζες θα πει­στούν, μιας α­ντί­λη­ψης που δεν έ­χει κα­τα­νο­ή­σει πως, ό­σο οι μά­ζες δεν βλέ­πουν οι ί­διες με την πεί­ρα τους πως δεν έ­χουν κα­νέ­ναν άλ­λο δρό­μο ε­κτός α­πό την βί­αι­η ε­πα­νά­στα­ση και την έ­νο­πλη ε­ξέ­γερ­ση, τό­τε δεν υ­πάρ­χει κα­μιά δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­τι­κής α­να­τρο­πής. Και σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, ε­δώ και του­λά­χι­στον 40 χρό­νια, δεν υ­πάρ­χει τέ­τοια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ε­μείς που, με το κί­νη­μα της δε­κα­ε­τί­ας του 60-70, πι­στέ­ψα­με πως αυ­τή η με­γά­λη η “έ­νο­πλη” ε­πα­νά­στα­ση, η με­γά­λη α­να­τρο­πή εί­ναι και πά­λι δυ­να­τή, νιώ­σα­με πά­νω το πε­τσί μας το α­διέ­ξο­δο αυ­τού του δρό­μου. Α­διέ­ξο­δο που το βιώ­σα­με και με τον θά­να­το συ­ντρό­φων μας, τό­σων συ­ντρό­φων μας σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με τον θά­να­το του Χρή­στου Κα­σί­μη αρ­χι­κά, του Χρή­στου Τσου­τσου­βή τώ­ρα. [ ]
Πι­στεύ­ου­με πως σή­με­ρα δεν αρ­μό­ζει μια νε­κρο­λο­γί­α για το θά­να­το του Χρή­στου Τσου­τσου­βή, αλ­λά η συ­νέ­χεια ε­νός α­γώ­να, ε­νός α­γώ­να που δεν θα ο­δη­γεί τους κα­λύ­τε­ρους και τους πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νους συ­ντρό­φους σε δρό­μους α­διέ­ξο­δους. Για­τί έ­τσι συμ­βαί­νει. Κά­θε φο­ρά –και το ξέ­ρου­με– ε­πι­βιώ­νουν ό­χι οι κα­λύ­τε­ροι, αλ­λά ε­κεί­νοι που ξέ­ρουν να ε­λίσ­σο­νται, οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας χά­νο­νται με τον έ­να ή άλ­λο τρό­πο. Ε­δώ και χρό­νια α­κο­λου­θού­με έ­να ό­ρα­μα. Ί­σως ά­πια­στο πως οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας δεν θα μπουν σε δρό­μους προ­σω­πι­κούς και α­διέ­ξο­δους, αλ­λά θα ε­ντά­ξουν το δυ­να­μι­κό τους στην πραγ­μα­τι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση που γί­νε­ται σή­με­ρα, ε­δώ και τώ­ρα, πως άν­θρω­ποι σαν τον Χρή­στο και τους συ­ντρό­φους του θα βρί­σκο­νται α­νά­με­σα στο λα­ό, ε­κεί που α­νή­κουν, και θα χρη­σι­μο­ποιούν το κα­τα­πλη­κτι­κό δυ­να­μι­κό τους για την ε­πα­νά­στα­ση σή­με­ρα, για την ε­πα­νά­στα­ση μα­ζί με τις μά­ζες. [ ]
Και θέ­λω να πι­στεύ­ω πως οι σύ­ντρο­φοί του αυ­τό το δί­δαγ­μα θα βγά­λουν, σή­με­ρα ό­σο δεν εί­ναι αρ­γά, θα κα­τα­νο­ή­σουν το α­διέ­ξο­δο ε­νός δρό­μου, θα κα­τα­νο­ή­σουν πως αυ­τός ο δρό­μος τούς ο­δη­γεί στα ό­ρια του τρα­γι­κού, της α­πο­μό­νω­σης και της χρη­σι­μο­ποί­η­σης, τους ο­δη­γεί στο να εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την μέ­χρι τη θυ­σί­α πά­λη τους οι α­κρι­βώς α­ντί­θε­τες δυ­νά­μεις. Σή­με­ρα εί­ναι μια κομ­βι­κή στιγ­μή. Αυ­τοί οι σύ­ντρο­φοι μπο­ρούν α­κό­μα να αλ­λά­ξουν πο­ρεί­α, για­τί αύ­ριο θα εί­ναι αρ­γά, μια και δεν θα υ­πάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα ε­πι­στρο­φής.
Εί­ναι α­κό­μα α­νοι­χτός ο δρό­μος του α­γώ­να ε­δώ, μέ­σα στις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής και πά­λης σή­με­ρα, δε­κα­πέ­ντε χρό­νια πριν το 2000, για την α­πόρ­ρι­ψη της “ε­πα­να­στα­τι­κής σχι­ζο­φρέ­νειας”. Εί­ναι α­ντί­στρο­φα βέ­βαιο ό­τι, αν οι σύ­ντρο­φοι συ­νε­χί­σουν αυ­τό το δρό­μο, θα εί­μα­στε πο­λι­τι­κά α­ντί­πα­λοι, και α­ντί­πα­λοι κά­θε­τοι, χω­ρίς κα­μιά τα­λά­ντευ­ση.
Το ξα­να­λέ­με, ε­πει­δή έ­χου­με γνω­ρί­σει αυ­τή τη λο­γι­κή, ε­πει­δή έ­χου­με δει τις συ­νέ­πειες του “έ­νο­πλου” στην Ι­τα­λί­α, ή τη Γερ­μα­νί­α, την Α­με­ρι­κή κ.λπ., ε­πει­δή ξέ­ρου­με τι τε­ρά­στιες κα­τα­στρο­φές προ­κά­λε­σε στο κί­νη­μα, ε­πει­δή αυ­τό το κί­νη­μα το θε­ω­ρού­με σάρ­κα α­πό την ί­δια τη σάρ­κα μας, δεν πρό­κει­ται να έ­χου­με κα­μιά στά­ση “συ­νο­δοι­πό­ρου”, ό­πως έ­χουν διά­φο­ροι σύ­ντρο­φοι που, είτε γιατί είναι νεώτεροι είτε γιατί ή­ταν μα­κριά απ’ αυ­τό το φαι­νό­με­νο δεν έ­χουν γνω­ρί­σει τις κα­τα­στρο­φές που προ­κά­λε­σε, σε ε­πί­πε­δο προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό. Ε­μείς, σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου”, ε­πει­δή δεν νιώ­θου­με συ­νο­δοι­πό­ροι, ε­πει­δή έ­χου­με την ί­δια προ­έ­λευ­ση, θα εί­μα­στε οι πιο α­πό­λυ­τοι απ’ ό­λους. Ε­νώ, και το ξέ­ρε­τε, εί­μα­στε ε­κεί­νοι που βρε­θή­κα­με πιο κο­ντά σας, σα λο­γι­κή, γι’ αυ­τό ί­σως εί­μα­στε και οι πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να α­ντι­πα­λέ­ψου­με τη λο­γι­κή σας, στο βαθ­μό που δεν α­φο­ρά­ει μό­νο την προ­σω­πι­κή σας ζω­ή και μοί­ρα, αλ­λά την κα­τεύ­θυν­ση ε­νός ο­λό­κλη­ρου κι­νή­μα­τος.
Έ­τσι λοι­πόν ο θά­να­τος του Χρή­στου εί­ναι έ­να ση­μεί­ο προ­βλη­μα­τι­σμού, έ­να ση­μεί­ο που ελ­πί­ζου­με δεν θα ο­δη­γή­σει σε α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα σε μια τρα­γι­κή βε­ντέ­τα, αλ­λά α­ντί­στρο­φα θα α­πο­τε­λέ­σει έ­να ση­μεί­ο ε­πι­στρο­φής για πολ­λούς συ­ντρό­φους. Σύ­ντρο­φοι, δεν εί­ναι α­νά­γκη να ε­πα­να­λά­βου­με τα ί­δια λά­θη, έ­χου­με την ι­στο­ρι­κή ευ­και­ρί­α να μά­θου­με α­πό τα λά­θη των άλ­λων.

Γεια χα­ρά, Χρή­στο.

Μά­ης 1985  
Αναδημοσίευση από : ΑΡΔΗΝ / ΡΗΞΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου