-αν- Αρχική Σελίδα

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Α.Δ. Μπουρζούκος: Σχετικά με τη ληστεία στο Βελβεντό

roza
Δεν ελπίζω, λοιπόν, στην επιείκειά σας, δε θα λυγίσω μπροστά στην απειλή των νόμων σας και της πολύχρονης φυλάκισης που με περιμένει, ακόμα και με τις χειρότερες συνθήκες που το κράτος σας επιφυλάσσει για όσους αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι. Τις νέες φυλακές με το προσωνύμιο «φυλακές τύπου Γ΄». Είμαι εδώ για να αναδείξω τα πολιτικά χαρακτηριστικά των επιλογών μου και να οξύνω τη μεταξύ μας διαμάχη.

Ο Ανδρέας Μπουρζούκος  δικάζεται από ειδικό δικαστήριο στις φυλακές Κορυδαλλού μαζί με άλλα 3 άτομα για τη ληστεία στο Βελβεντρό Κοζάνης. Ηταν ένας από τα 4 παιδιά που ειχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη πριν από ενάμιση χρόνο με τις φωτογραφίες που είχαν κυκλοφορήσει μετά τη σύλληψή τους  και έδειχναν το ξύλο που είχαν φάει στα κρατητήρια από αστυνομικούς.
Ο Ανδρέας Μπουρζούκος αντί απολογίας έκανε μια πολιτική δήλωση στο δικαστήριο η οποία έχει ως εξής:
«Ξεκινώντας θέλω να ξεκαθαρίσω το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ, σήμερα, εκμεταλλευόμενος τη διαδικασία της απολογίας. Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, αυτό που θα ακολουθήσει δε θα έχει απολογητικό χαρακτήρα καθώς οι πράξεις και οι επιλογές μου εντάσσονται στο συνολικότερο αναρχικό αγώνα, στον αγώνα για ζωή και ελευθερία. Συνεπώς, είναι πράξεις που στηρίζω με κάθε πτυχή του εαυτού μου και θα συνεχίσω να το κάνω όσο αυτός ο κόσμος παραμένει ίδιος.
Όχι, λοιπόν, δεν απολογούμαι, δεν έχω τίποτα να πω και να αναλύσω σε δικονομικό επίπεδο για τις πράξεις μου ˙ αρνούμαι τις κατηγορίες ακριβώς επειδή αρνούμαι την αστική νομιμότητα ˙ αρνούμαι να νομιμοποιήσω το ρόλο σας και την καθοδηγούμενη, από τους κυβερνόντες εντολείς σας, δικαιοσύνη.
Δεν ελπίζω, λοιπόν, στην επιείκειά σας, δε θα λυγίσω μπροστά στην απειλή των νόμων σας και της πολύχρονης φυλάκισης που με περιμένει, ακόμα και με τις χειρότερες συνθήκες που το κράτος σας επιφυλάσσει για όσους αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι. Τις νέες φυλακές με το προσωνύμιο «φυλακές τύπου Γ΄». Είμαι εδώ για να αναδείξω τα πολιτικά χαρακτηριστικά των επιλογών μου και να οξύνω τη μεταξύ μας διαμάχη. Εσείς, κομμάτι της δικαστικής εξουσίας και εγώ, κομμάτι του αναρχικού αγώνα. Κι όταν λέω «εσείς» δεν περιορίζομαι σε εσάς συγκεκριμένα, αλλά συνολικά στους ανθρώπους που κατέχουν πόστα εξουσίας. Είναι μια διαμάχη που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της διαπροσωπικής σύγκρουσης, είναι ένας πόλεμος ταξικός, κοινωνικός που απλώνεται στο χωροχρονικό συνεχές και βρίσκει τις ρίζες του στις πρωτόλειες μορφές του καπιταλισμού και στις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας που αιώνες τώρα ορίζουν το ανθρώπινο γένος.
Παρότι, λοιπόν, είμαι αναρχικός και δεν αναγνωρίζω κανένα δικαστήριο ως αρμόδιο να κρίνει τις επιλογές μου, δεν μπορώ να αγνοήσω την εξουσία αυτού του μηχανισμού και να μην καταδείξω τον τρόπο αντίληψης και ερμηνείας του νόμου και του δικαίου ˙ δεν μπορώ να σιωπήσω μπροστά στο συγκαλυμμένο αυτό εκτελεστικό απόσπασμα και να σκύψω το κεφάλι μου στο φόβο πως ήρθε και η σειρά μου.
Θεωρώ χρέος μου, λοιπόν, τον επαναστατικό αντίλογο απέναντι στη μονολιθικότητα της δικαστικής εξουσίας, απέναντι στη σιωπή που θέλετε να επιβάλλετε.
Παίρνοντας, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά, βρίσκομαι σε μια ειδική αίθουσα, ενός ειδικού δικαστηρίου, δικάζομαι με ειδικό νόμο και για το μέλλον προβλέπονται ειδικές συνθήκες κράτησης, για εμένα , τους συντρόφους μου και όσους ταραξίες ενοχλούν την ομαλή λειτουργία αυτού του συστήματος στο σύνολό του. Ειδικές κατηγορίες ανθρώπων ανάμεσα σε μια μάζα ομοιόμορφων, πειθήνιων και υποταγμένων πολιτών, αυτή θα ήταν μία –ίσως η πιο εύκολη- ανάγνωση όλης αυτής της σκόπιμης διαφοροποίησης. Από την άλλη, όμως, αρκεί να δούμε το ρόλο και τη χρησιμότητα νόμων και δικαιοσύνης, για να ερμηνεύσουμε συνολικότερα τις αιτίες αυτής της σκοπιμότητας.
Το δίκαιο, λοιπόν, είναι εξ ορισμού μία μορφή κοινωνικού ελέγχου, ένας τρόπος να συντηρείται η υπακοή και η συμμόρφωση στο κοινωνικό σύνολο μέσα από ένα σύστημα κανόνων που ορίζουν το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνεται, τι μένει μέσα στα πλαίσια του συστημικά αποδεκτού και τι ξεφεύγει από αυτή τη νόρμα.
Το κράτος δικαίου που εσείς επικαλείστε επιβάλλει τους όρους υποταγής σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Το «δίκαιο» είναι δίκαιο, λοιπόν, επειδή το υπακούουν, αλλά τί γίνεται με αυτούς που αρνούνται να συμμορφωθούν, αυτούς που παρεκκλίνουν και ξεφεύγουν από τις προκαθορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές;
“Νόμος και τάξη”, το δόγμα που καλύπτει αυτό το κενό, διασφαλίζοντας με αυστηρότερους νόμους εξοντωτικές ποινές και άτεγκτη καταστολή τη διατήρηση της αστικής νομιμότητας.
Έτσι, το κράτος επιστρατεύει τη δικαστική εξουσία για να πατάξει κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, να διατηρήσει με ένα τρόπο την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Δήθεν εκφράζοντας τα συμφέροντα της κοινωνίας, επί της ουσίας όμως εξαναγκάζοντας τους πολίτες να τηρούν τους νόμους παραχωρώντας, έτσι, έμμεσα το μονοπώλιο της βίας στον κρατικό μηχανισμό.
Καθώς ο δεχόμενος την κρατική βία δεν μπορεί και δε γίνεται να ανταποδώσει τη δίκαιη αντιβία, παρά μόνο να δεχθεί πειθήνια την αυθεντία του κράτους, την επιβολή των νόμων για το «κοινό καλό».
Προϋπόθεση, λοιπόν, της καπιταλιστικής -πολιτικής- σταθερότητας είναι η νομιμοποίηση του συστήματος και της βίας που παράγει και φυσικά οι θεματοφύλακες δε θα μπορούσαν να είναι άλλοι πέρα από τη δικαστική εξουσία, η οποία καλείται να «καλύψει» όλες τις δομικές ανισορροπίες του συστήματος προκειμένου να μην καταρρεύσει κοινωνικά και οικονομικά.
Εκτελώντας, φυσικά, πάντα τις κυβερνητικές εντολές και λειτουργώντας κατά κανόνα μεροληπτικά υπέρ των κρατικών συμφερόντων. Η δυνατότητα πολλαπλής ερμηνείας του νόμου από τους δικαστές είναι η πίσω πόρτα που μένει πάντα ανοιχτή για την κυρίαρχη τάξη να παρεμβαίνει και να καθοδηγεί τη δικαστική εξουσία. Ο ρόλος τους (σας) δε θα μπορούσε να είναι άλλος πέρα από τη διαφύλαξη της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, τα κριτήρια απονομής δικαιοσύνης είναι βαθιά ταξικά και ως εκ τούτου η βία σας στρέφεται στους παραβατικούς, στους φτωχοδιάβολους, τους μετανάστες και φυσικά όσους εμπράκτως αμφισβητούν την εξουσία σας. Από την άλλη, η ελαστικότητα των νόμων σας εξαντλείται στις περιπτώσεις των «νόμιμων» μεγαλοεγκληματιών, όπως στην πρόσφατη περίπτωση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Παπαγεωργόπουλου, ο οποίος ενώ καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη για την υπεξαίρεση 17,9 εκατομμυρίων ευρώ, τελικώς, ένα χρόνο μετά «σπάει» την ισόβια και καταδικάζεται σε 12 χρόνια κάθειρξη. Καθώς, μάλλον, τα 17,9 εκατομμύρια ευρώ που έφαγε ο εν λόγω κύριος από τους πολίτες αυτής της χώρας είναι μικρότερης κλίμακας έγκλημα από τους μετανάστες που για μικροκλοπές καταδικάζονται σε 14 και 15 χρόνια κάθειρξης. Και εδώ δεν μπορώ να μη φέρω άλλο ένα παράδειγμα για το πόσο ακραία κατευθυνόμενη και ταξική είναι η δικαιοσύνη σας. Φυσικά, μιλάω για την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού δικαστηρίου Πατρών που αθώωσε δύο από τους τέσσερις κατηγορούμενους για την υπόθεση των πυροβολισμών στη Μανωλάδα. Εκεί που 35 μετανάστες πυροβολήθηκαν επειδή διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους.
Αλήθεια, ποια κοινωνία οραματίζεστε και ποιο κοινό καλό υπερασπίζεστε; Ποιο είναι το κοινωνικό όφελος και οι αξίες που προτάσσετε;
Οραματίζεστε μία κοινωνία στο σκοτάδι, στο σύνολό της φοβισμένη, όπου παθητικά θα δέχεται τη βία του κράτους και του κεφαλαίου και είσαστε υπόλογοι γι αυτό.
Ποιός καταδικάστηκε για τα εκατομμύρια ευρώ που τόσα χρόνια ληστεύει η πολιτική εξουσία από το δημόσια χρήμα;
Ποιός καταδικάστηκε για τους χιλιάδες που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία από την οικονομική κρίση;
Ποιός καταδικάστηκε για τις δεκάδες δολοφονίες μεταναστών στο Φαρμακονήσι και σε τόσα άλλα μέρη που έχουν γίνει αντίστοιχα περιστατικά με ανθρώπους που απλά περισσεύουν για το καπιταλιστικό σύστημα;
Ποιός καταδικάστηκε για τα αμέτρητα («μεμονωμένα» κατά τα άλλα) περιστατικά βασανισμών στα αστυνομικά τμήματα;
ΚΑΝΕΙΣ!
Φυσικά, δε λέω ότι δεν κάνετε σωστά τη δουλειά σας, κάθε άλλο! Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά σας να καλύπτετε τα καθημερινά εγκλήματα του κράτους. Ακόμα και εδώ, μέσα σε αυτήν την αίθουσα είδαμε κάμποσους αστυνομικούς, οι οποίοι με τρόπο εξόφθαλμο και περίσσιο θράσος, κάλυπταν τους συναδέλφους τους από το τμήμα της Βέροιας για τα βασανιστήρια που έγιναν εκεί μέσα. Το οξύμωρο της υπόθεσης, όμως, παρ’ όλα αυτά , δεν είναι η συγκάλυψη από πλευράς εξουσίας, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται ο βασανισμός ως φυσικό ακόλουθο της άσκησης αυτής (της εξουσίας). Εξάλλου και η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών μας ακριβώς αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε από τη μία την ηθική νομιμοποίηση του βασανισμού και από την άλλη τη διάχυση του φόβου μέσω του παραδειγματισμού προς όλους αυτούς που επιλέγουν να επιτεθούν στο σύστημα και τις δομές του. Μιλάμε για μία «απονεύρωση» στο σύνολο της κοινωνίας, μία προσπάθεια να εξαλειφθούν και να αφομοιωθούν τα όποια αντανακλαστικά της έχουν απομείνει.
Με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο, κράτος και κυβέρνηση διαμορφώνουν τους όρους επιβολής τους, διαμέσου ακραίων φασιστικών νομοσχεδίων, και έκτακτων πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.
Με το πιο πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τις φυλακές τύπου Γ΄, τη νομιμοποίηση, δηλαδή, των ειδικών συνθηκών κράτησης, ενός μόνιμου βασανιστηρίου που αναδιαρθρώνει το σωφρονιστικό σύστημα στα πρότυπα της γενικευμένης καταστολής που επιτάσσει το ξένο και το ντόπιο κεφάλαιο, η μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη τρομοκρατική οργάνωση.
Συνοψίζοντας, η διάθεσή σας για απονομή δικαιοσύνης εξαντλείται στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και των ταξικών διαχωρισμών που νομοτελειακά γεννάει το καπιταλιστικό σύστημα.
Αλλά, μιας και μιλήσαμε για τρομοκρατία ας περάσουμε στις κατηγορίες που το δικαστήριό σας μου αποδίδει.
Καταρχάς, η τρομοκρατική οργάνωση, άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα, ή αλλιώς «η τέλεση συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».
Έχει μια σημασία να δούμε αυτό το νομικό χαρακτηρισμό και κυρίως σε τι αποσκοπεί ο νόμος στο σύνολό του.
Καταρχάς, ο 187Α είναι στην ουσία του ένα ιδιώνυμο, μια αναβάθμιση του 187, περί εγκληματικής οργάνωσης. Η φύση του νόμου εμπεριέχει μια διττότητα αρκετά σημαντική, όχι τόσο από νομοτεχνικής απόψεως -που δε με απασχολεί κιόλας- όσο σε επίπεδο πολιτικής σκοπιμότητας.
Ενώ, λοιπόν, αυτό το νομοθέτημα αναγνωρίζει εν μέρει τα πολιτικά κίνητρα μιας πράξης, με την αναγωγή της εγκληματικής οργάνωσης σε τρομοκρατική, παράλληλα εξισώνει το πολιτικό αδίκημα με το ποινικό σε επίπεδο αντιμετώπισης.
Δηλαδή, ενώ η δίωξη με τον 187Α είναι αναβαθμισμένη λόγω πολιτικών κινήτρων ενός αδικήματος, ο τρομοκράτης είναι ένας εγκληματίας του κοινού Ποινικού Δικαίου.
Με λίγα λόγια η δικαστική εξουσία σε αγαστή συνεργασία με κυβέρνηση και κράτος, ακολουθούν το άγριο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού θατσερικής έμπνευσης πως «δεν υπάρχουν πλέον τάξεις, παρά μόνο άτομα». Έτσι, δεν υπάρχει η πάλη των τάξεων, άρα και το πολιτικό αδίκημα, καθώς το κράτος και η κυρίαρχη τάξη ορίζουν τα μέσα και τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης στα πλαίσια της νομιμότητας. Η εξουσία, λοιπόν, δε χωράει αμφισβήτηση.
Γιατί, προφανώς, αυτός ο υποβιβασμός ή για την ακρίβεια η εξίσωση του πολιτικού αδικήματος με το κοινό έγκλημα συνεπάγεται της ποινικοποίησης κάθε μορφής αντίστασης, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή γίνεται με τη χρήση βίας.
Έχουμε, λοιπόν ένα ιδιώνυμο, που πέρα από την απονοηματοδότηση των πολιτικών χαρακτηριστικών κάθε πράξης, στοχεύει και στην εξάλειψη κάθε μορφής αντίστασης. Ένα νόμο ομπρέλα που η γκάμα του συνεχώς διευρύνεται και πρόσφατα μάλιστα είδαμε ένα ολόκληρο χωριό στις Σκουριές να διώκεται με τον 187Α, εγκαινιάζοντας την τακτική των μαζικών διώξεων στα πλαίσια τρομοκρατικής οργάνωσης απλά επειδή αυτοί οι άνθρωποι αντιστάθηκαν στην επεκτατική μανία του κεφαλαίου.
Και είναι φυσικό ακόλουθο της βαθιάς συστημικής κρίσης, η εξουσία να διοχετεύει το φόβο στο αντιστεκόμενο κομμάτι της κοινωνίας χαρακτηρίζοντας όλο και περισσότερες πράξεις ως τρομοκρατικές, με την ελπίδα να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες του καπιταλιστικού συστήματος.
Παράλληλα, την τελευταία πενταετία βλέπουμε και μια αναβάθμιση της κατασταλτικής πολιτικής. Οι διωκτικές αρχές της Ελλάδας, ακολουθώντας το δόγμα Μarini και έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν συνεχώς αυξανόμενο αναρχικό χώρο, στήνουν μια σειρά από διώξεις από το 2009 με αφορμή τον εντοπισμό βόμβας σε σπίτι στο Χαλάνδρι. Έτσι, ένα νόμιμο σπίτι βαφτίστηκε γιάφκα και δημιουργήθηκε μια «φρέσκια» δεξαμενή διώξεων. Όσοι αναρχικοί είχαν αποτύπωμα στο σπίτι ήταν (και μάλλον παραμένουν) εν δυνάμει τρομοκράτες, ένα θεώρημα που η εισαγγελέας στο δικαστήριο των συντρόφων Σαραφούδη και Ναξάκη πήγε ένα βήμα παρακάτω δηλώνοντας πως αρκεί να είσαι αναρχικός για να είσαι μέλος της Σ.Π.Φ. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτή τη φόρμουλα διώξεων , οι διωκτικές αρχές μας φορτώνουν δικογραφίες αποσκοπώντας στην πολύχρονη φυλάκισή μας και την παραδειγματική τιμωρία μας.
Ωραίο λοιπόν το παραμύθι σας, όμως οι μόνοι τρομοκράτες είναι το κράτος και το κεφάλαιο. Ιστορικά, από την πρώτη εμφάνιση της τρομοκρατίας ως πολιτική ανάλυση, αυτή ταυτιζόταν με την κρατική τρομοκρατία.
Τρομοκρατία, λοιπόν, είναι η υπεροχή μέσω της βίας και του τρόμου. Και όσοι βιάζονται να καταδικάσουν τη βία από όπου και αν προέρχεται σίγουρα αδυνατούν να αντιληφθούν (ή τέλος πάντων δεν τους βολεύει να αντιληφθούν) την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην πρωτογενή και δευτερογενή βία.
Ας μη γελιόμαστε, η βία καθορίζει αυτό το σύστημα, ενυπάρχει σε επίπεδο καθημερινότητας στο σύνολο του κοινωνικού ιστού. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε χαρτόκουτα ενώ κάποιοι άλλοι σε πολυτελέστατες βίλες, υπάρχει βία. Όσο κάποιοι σκοτώνονται σε εργατικά ατυχήματα για να πλουτίζουν λίγοι, υπάρχει βία. Όσο διαιωνίζεται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υπάρχει βία.
Ανέκαθεν, η βία ήταν βασικό δομικό συστατικό του καπιταλιστικού συστήματος, αναπαράγεται καθημερινά με ποικίλους τρόπους και πολλαπλούς αποδέκτες.
Είναι γεγονός, όμως, ότι υπάρχει μια πρωτογενής βία που ασκείται από την εξουσία και εκδηλώνεται με τον πιο άγριο τρόπο συστηματικά μέσω της οικονομικής αφαίμαξης του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας για να ταΐζονται δισεκατομμύρια στο υπό κατάρρευση τραπεζικό σύστημα ˙ μέσω της εργασίας, που αντί να είναι ο τρόπος να εκφράζει ο καθένας τη δημιουργικότητά του και να καλύπτει τις ανάγκες του, έχει περισσότερο τη μορφή τιμωρίας, όπου οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να εργάζονται σαν σκλάβοι στα σύγχρονα κάτεργα του καπιταλισμού ˙ μέσω της άγριας καταστολής απέναντι στο μαχόμενο τμήμα της κοινωνίας ˙ μέσω των 1,5 εκατομμυρίων ανέργων που έμμεσα καταδικάζονται σε μία μορφή αργού θανάτου.
Εκατοντάδες τρόποι έκφρασης αυτής της βίας -της κρατικής τρομοκρατίας- εκατοντάδες και τα παραδείγματα και δεν υπάρχει κάποιος λόγος να επεκταθώ περεταίρω στην προκειμένη περίπτωση. Το ζήτημα είναι πως από την κρατική τρομοκρατία -που διεκδικεί το μονοπώλιο της βίας- προκύπτει η μόνη δίκαιη βία , η επαναστατική αντί-βία. Γιατί ακόμα και αν ο κόσμος για τον οποίο παλεύουμε είναι αυτός της μη-βίας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας, γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι προνομιούχοι δε θα παραχωρήσουν εθελούσια την εξουσία τους, παρά μόνο με τη χρήση βίας.
Απέναντι στη βία αντιτάσσουμε βία, απέναντι στην ισχύ, ισχύ, με κάθε κόστος. Ακόμα και με τίμημα την ίδια την ελευθερία μας ή και τη ζωή μας. Για να σώσουμε τη ζωή μας πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τη χάσουμε. Η επαναστατική βία, λοιπόν, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τη χρήση τρόμου. Ο τρόμος ήταν, ήταν και θα είναι εργαλείο της κυρίαρχης τάξης για να επιβάλλεται.
Η ειδοποιός διαφορά της επαναστατικής αντιβίας από την κρατική τρομοκρατία συνοψίζεται στα λόγια του Μαλατέστα: «αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε».
Παρότι, λοιπόν, κι εμείς οι ίδιοι είμαστε κομμάτι αυτού του διαφθαρμένου και αλλοτριωμένου κόσμου και αναπόφευκτα τον κουβαλάμε μαζί μας, κουβαλάμε παράλληλα την ανάγκη για επανάσταση.
Παλεύουμε για ένα μέλλον ελεύθερο που, καλώς ή κακώς, μπορούμε να το δούμε μόνο μέσα από το πρίσμα του παρόντος.
Και για να εξοπλίσουμε τον αγώνα μας στο παρόν η απαλλοτρίωση είναι μια επαναστατική αναγκαιότητα.
Πρώτα από όλα για να απελευθερώσουμε χρόνο από τις ζωές μας, να μην εγκλωβιστούμε στα δίχτυα της μισθωτής σκλαβιάς.
Αλλά κυρίως για να χρηματοδοτήσουμε τον ευρύτερο αναρχικό αγώνα σε κάθε πτυχή του. Και ο αναρχικός αγώνας είναι μια πορεία προς τη συνολική χειραφέτηση του ανθρώπου. Μια πορεία προς την καταστροφή κάθε θεσμού που καταδυναστεύει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Η απαλλοτρίωση τραπεζών ήταν και θα παραμείνει μια διαχρονική επιλογή των επαναστατικών κινημάτων, μια πράξη εξέγερσης ενάντια στο οικονομικό προπύργιο του καπιταλισμού. Φυσικά, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι με μια ληστεία θα ζημιωθεί η τράπεζα, πολλώ δε μάλλον το τραπεζικό σύστημα συνολικότερα. Όπως και να έχει είναι μια πράξη επαναστατική, μια ρωγμή στην παντοδυναμία του κράτους και του κεφαλαίου.
Όχι, βέβαια, εξ ορισμού επαναστατική, αλλά πάντα σε συνάρτηση με το υποκείμενο που ορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της πράξης.
Εσείς μιλάτε για ληστεία στα πλαίσια τρομοκρατικής οργάνωσης, να ξεκαθαρίσω, λοιπόν, ότι δεν υπήρξα ποτέ μέλος καμίας οργάνωσης, παρά μόνο αναρχικός.
Ως αναρχικός, έκανα τη ληστεία και ως εκ τούτου ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης, ένα μέσο απαραίτητο για την αυτοχρηματοδότηση της ζωής μου και του αγώνα. Μια επιλογή που θα ξαναέκανα και τη στηρίζω ακόμα, εφόσον οι λόγοι και τα κίνητρα που με οδήγησαν σε αυτή είναι η ίδια η φύση του καπιταλισμού, οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Και φυσικά, όταν λέμε για μια ληστεία στα πλαίσια του αναρχικού αγώνα, μιλάμε για συγκεκριμένη στόχευση και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια αυτής. Δε θα μπορούσε ποτέ να είναι στόχος μας για παράδειγμα το 

44
,3% του πληθυσμού της χώρας που χρωστάει στις τράπεζες και οδηγείται σε αναγκαστικές ρευστοποιήσεις για να επιβιώσει και να μη βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του.
Εμείς, σε αντίθεση με τον κρατικό μηχανισμό, δε «φορολογούμε» τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, τους φτωχούς και τους ανέργους, τους μη-έχοντες. Εμείς απαλλοτριώνουμε τα μέρη όπου υπερσυσσωρεύεται το κρατικό (και όχι μόνο) χρήμα, στοχεύουμε σε αυτούς που κλέβουν 37,7 δις ευρώ από την κοινωνία για τη «διάσωση» του τραπεζικού συστήματος. Στοχεύουμε σε αυτό το 5% των μεγαλοοικογενειών της Ελλάδας που χρόνια τώρα καταδυναστεύουν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της χώρας.
Όταν επιλέγουμε τη ληστεία λοιπόν, επιλέγουμε ένα επαναστατικό μέσο, μία πράξη αγώνα, κι όπως κάθε επαναστατική δράση, οργανώνεται και εκτελείται βάση της ηθικής του υποκειμένου. Μια ηθική τελείως διαφορετική από αυτή που το σύστημα επιβάλλει. Μια ηθική στα πλαίσια των αναρχικών προταγμάτων.
Έτσι, ακριβώς επειδή η στοχοθεσία μας είναι συγκεκριμένη όπως και οι σκοποί μας, επιλέγουμε να οπλιστούμε για να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας, να αντιμετωπίσουμε τους ένοπλους και αδίστακτους φρουρούς του κεφαλαίου, τους τοποτηρητές της τάξης και της ασφάλειας.
Φυσικά ως αναρχικοί είμαστε άκρως αντίθετοι με την κρατική αντίληψη περί «παράπλευρης απώλειας». Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από την κυριαρχία για να καλύψει τα πιο ειδεχθή και αποκρουστικά της εγκλήματα. Έτσι, για εμάς κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τα όπλα δε στρέφονται εναντίων όλων, στοχεύουν στην απαλλοτρίωση του χρήματος και στην αναγκαία επιβολή που απαιτεί η πράξη μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν ισχύει το ίδιο για όσους έχουν στόχο να στερήσουν την ελευθερία μας.
Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση βρεθήκαμε σε μια ιδιότυπη συνθήκη κατά την καταδίωξή μας. Η επιλογή μας να κλέψουμε το όχημα ενός τυχαίου οδηγού που βρέθηκε στο δρόμο μας τελικά προσέθεσε έναν παράγοντα έξω από εμάς. Επιλέξαμε να εμποδίσουμε τον οδηγό να ειδοποιήσει την αστυνομία για την κλοπή του αυτοκινήτου και ο μόνος τρόπος ήταν να τον πάρουμε μαζί μας για το χρονικό διάστημα που απαιτούσε η διαφυγή των συντρόφων μας.
Το δίλλημα όπου βρεθήκαμε όταν άρχισε η καταδίωξη απαντήθηκε, λοιπόν, από εμάς αποκλειστικά και σίγουρα με γνώμονα, όχι έναν άκριτο ανθρωπισμό, αλλά τον προσωπικό μας αξιακό κώδικα. Δεν υπήρξε, λοιπόν, κανένας αφοπλισμός από τους αστυνομικούς, δε θα τους δώσω την ευχαρίστηση να εξυψώνουν το έργο της αστυνομίας για άλλη μία φορά. Ό,τι έγινε ήταν καθαρά δική μας επιλογή, μια απόφαση απεμπλοκής, βάση των δικών μας κριτηρίων, συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες που είχαν προκύψει.
Πιστεύετε, λοιπόν, πως αυτές τις επιλογές είναι αρμόδιο ένα δικαστήριο να τις κρίνει; να τις αξιολογήσει ή έστω να σταθεί αντικειμενικά απέναντί τους; Φυσικά, όχι, ακριβώς επειδή είναι επιλογές που συνθέτουν έναν συνολικότερο αγώνα, στον οποίο είμαστε αντιμέτωποι. Και μιλάω για το σύνολο των επιλογών, όχι μόνο τη στιγμή της καταδίωξης.
Ακούστηκαν πολλά και διάφορα κατά τη διάρκεια της δίκης και ουκ ολίγες φορές επιχειρήθηκε από εσάς να παρουσιάσετε ένα πιο «δημοκρατικό» προσωπείο που δίνει χώρο στον πλουραλισμό των απόψεων, ότι δήθεν κατανοείτε σε ένα βαθμό αυτό που πρεσβεύουμε και προτάσσουμε. Ή, ότι δεν εκτελείτε εντολές, δεν είσαστε οι εντεταλμένοι δήμιοι του συστήματος. Ότι οι αποφάσεις δεν είναι προειλημμένες και ότι η δουλειά σας είναι να εφαρμόζετε το «γράμμα του νόμου». Αλήθεια, όμως, πώς ακριβώς εφαρμόζετε «το γράμμα του νόμου» από τη στιγμή που κανένας νόμος δεν έχει ένα και μοναδικό αυταπόδεικτο νόημα;
Επί της ουσίας, λοιπόν, δεν υπάρχει σχεδόν καμία περίπτωση παρέκκλισης της δικαστικής εξουσίας από την κρατική πολιτική. Ακόμα και οι περιπτώσεις όπου ο ανθρώπινος παράγοντας υπερισχύει ή σε περίπτωση κάποιου δικαστικού ακτιβισμού είτε η πρωτοβουλία θα αφομοιωθεί από το ίδιο το σύστημα, είτε ο στόχος του δικαστικού ακτιβισμού θα είναι η αλλαγή κυβερνητικής πολιτικής και όχι η εναντίωση στον κρατικό μηχανισμό. Εξάλλου η άμεση εμπλοκή σας σε αυτόν συνειδητά, σας δεσμεύει και σε επίπεδο πολιτικής. Κάτι που προφανώς δεν κρύβεται, βγαίνει στην επιφάνεια όταν απειλείται η σταθερότητα και το δημοκρατικό προσωπείο του συστήματος. Όπως, για παράδειγμα, η υποδειγματική αφοσίωση του «κυρίου προέδρου» να υπαγορεύει συστηματικά τις απαντήσεις στους αστυνομικούς με στόχο να τους βγάλει από τη δύσκολη θέση να εκθέσουν τους συναδέλφους τους.
Είσαστε συνένοχοι, λοιπόν, στα αμέτρητα εγκλήματα της κρατικής τρομοκρατίας, συνυπεύθυνοι για την απελπιστική κατάσταση που βιώνουμε καθημερινά. Ταγμένοι υπερασπιστές ενός συστήματος εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Δολοφόνοι, με τα χέρια σας ποτισμένα από το αίμα όλων αυτών των ελεύθερων και ανυπότακτων στιγμών. Κλαδιά στο «δέντρο» της εξουσίας και της διαφθοράς, αναγκασμένοι να ξεπλένετε το αίμα για να ελαφρύνει η συνείδησή σας. Όμως, η ματαιότητα της ύπαρξής σας επιβάλλει κι άλλο αίμα για να ξεπλύνει το προηγούμενο. Και φυσικά, μια δήθεν επιείκεια δεν έρχεται σε αντίθεση με τον αποκρουστικό σας ρόλο. Οι σίγουρες καταδίκες μας και οι αρκετές δικογραφίες που μας έχουν φορτώσει σας αφήνουν χώρο για δημοκρατικές «ευαισθησίες».
Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε βασίζεται στην ύπνωση της κοινωνίας, συνεχίζει να υπάρχει όσο ο φόβος υπερισχύει της μαχητικότητας. Το κράτος και το κεφάλαιο απαιτούν παθητικότητα, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις χωρίς να γίνεις στόχος της άγριας καταστολής είναι απλά να κλείσεις τα μάτια και αφήσεις τη ζωή σου να φεύγει, την Ιστορία να γράφεται χωρίς να την επηρεάσεις ούτε στο ελάχιστο.
Μια χειμερία νάρκη σε ένα βαθύ και ατέλειωτο «χειμώνα». Το «χειμώνα» της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Το «χειμώνα» του τρόμου, της βίας, του κράτους, των δυνάμεων καταστολής, των νόμων, των δικαστών, του καπιταλισμού.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το διαρκή «χειμώνα» υπάρχουν κάποιοι που αψηφώντας το σκοτάδι των εποχών και την αναμφίβολη υπεροψία του συστήματος παλεύουν για την αυριανή «άνοιξη». Κουβαλούν μέσα τους την επιμονή της άνοιξης που πάντα κερδίζει τη μάχη με το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έναν κοινό γνώμονα, ποτέ τους δεν αρκέστηκαν σε αυτά που τους δίνονταν δήθεν απλόχερα.
Συλλογικοποιούνται κόντρα στις ηθικές προσταγές της εποχής και κάνουν το βήμα προς το αδύνατο. Το βήμα προς το άγνωστο, αλλά παράλληλα συναρπαστικό, ακριβώς επειδή είναι άγνωστο.
Ρίχτηκαν στον αγώνα πρώτα από όλα για να αλλάξουν τον εαυτό τους, αλλά και με την ελπίδα της διάχυσης του αγώνα στο σύνολο της κοινωνίας.
Είναι όλοι αυτοί άνθρωποι που αρνήθηκαν την επιβολή της εξουσίας και της εκμετάλλευσης, που στο πέρασμα των χρόνων έχουν παλέψει δίνοντας μέχρι και τη ζωή τους για το όνειρο της επανάστασης.
Άνθρωποι που ερωτεύτηκαν την Ιδέα της ανατροπής και την ανάγκη για την καταστροφή του πολιτισμού της οχυρωμένης μιζέριας. Οχυρωμένης πίσω απ` τις στιγμές καταπίεσης, πίσω απ` τον διάχυτο φόβο, πίσω απ` τις συνεχείς «δολοφονίες» ανυπόταχτων επιθυμιών.
Ένα ταξίδι έχει αρχίσει εδώ και αιώνες, ένα μονοπάτι που το` χουν πατήσει εκατοντάδες άνθρωποι στο ρου της Ιστορίας.
Μια πορεία προς την συνολική χειραφέτηση του ανθρώπου. Μια πορεία προς την Ουτοπία, προς την ελευθερία, την αναρχία.
Και κάθε βήμα προς αυτή την κατεύθυνση –μικρό ή μεγάλο- φέρει το βάρος της ιστορίας όλων αυτών των ανθρώπων. Κάθε βήμα και μια στιγμή αγώνα στο δρόμο για την επανάσταση.
Δίνουμε και εμείς με τη σειρά μας υπόσχεση πως δε θα προδώσουμε ποτέ τον αγώνα, δε θα ξεχάσουμε ποτέ την ομορφιά αυτού του ταξιδιού.
Δηλώνω λοιπόν αμετανόητα αναρχικός, κομμάτι ενός αγώνα που κουβαλάει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκάστοτε αγωνιστή, ενός αγώνα πολυτασικού μα με έναν κοινό στόχο, την επανάσταση.
Κι αν είναι κάτι σίγουρο είναι πως τίποτα δεν έχει τελειώσει, τώρα όσο ποτέ πρέπει να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τον αγώνα μας, να αποτελέσουμε την επαναστατική προοπτική για το οριστικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού.
ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ.»

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Ανάληψη πολιτικής ευθύνης του Νίκου Μαζιώτη για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην Τράπεζα της Ελλάδας



Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη ως μέλος του Επαναστατικού Αγώνα για την επίθεση της οργάνωσης με 75 κιλά εκρηκτικά στις 10 Απριλίου του 2014 στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας, όπου στεγάζεται και το γραφείο του μόνιμου αντιπρόσωπου του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου στην Ελλάδα. Η επίθεση αυτή είναι μια απάντηση στην πολιτική γενοκτονίας που έχει επιβληθεί στο λαό εδώ και τέσσερα χρόνια από το υπερεθνικό κεφάλαιο μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ελληνικού κράτους. Η πολιτική ευστοχία αυτής της ενέργειας ήταν τέτοια που έπληξε όχι μόνο ένα μηχανισμό επιβολής της πολιτικής λεηλασίας του υπερεθνικού κεφαλαίου, αφού η Τράπεζα της Ελλάδας είναι παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έχει έδρα τη Φρανκφούρτη, αλλά και τα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία έχει εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές συστημικές τράπεζες και πρωταγωνίστησε στη λεηλασία του λαού, επωφελούμενη από τα μνημόνια.
Αυτή η επίθεση είναι συνέχεια της στρατηγικής της οργάνωσης, η οποία είχε εκπονηθεί το 2008 και είχε ως αιχμή τη συστημική κρίση. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί να χτυπήσει υποδομές του υπερεθνικού και ντόπιου κεφαλαίου, θεσμούς και πρόσωπα που ευθύνονται για την κρίση και την πολιτική διάσωσης του συστήματος. Η πολιτική διάσωσης του συστήματος και της ελληνικής οικονομίας δεν αφορά παρά μόνο το μεγάλο κεφάλαιο, αφορά την υπερεθνική άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς δανειστές της χώρας, αφορά τις δομές και τους θεσμούς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, αφορά τα κράτη και το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αφορά τους κάθε λογής λακέδες του καθεστώτος που το στηρίζουν με κάθε τίμημα. Αφορά μια αισχρή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αυτούς που δεν αφορά αυτή η σωτηρία, και που αντιθέτως πλήρωσαν και πληρώνουν με αίμα τη σωτηρία του συστήματος από την κρίση, είναι η πλειοψηφία του λαού.
Βάσει αυτής της στρατηγικής επιδιώκαμε χτυπήματα όχι τόσο συμβολικά, όσο χτυπήματα σαμποτάζ που στόχευαν την όσο γίνεται μεγαλύτερη καταστροφή υποδομών του συστήματος, όπως παραδείγματος χάριν τραπεζών ή εταιρειών. Γι’ αυτό και στις επιθέσεις που ακολούθησαν χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών με σκοπό να σαμποτάρουμε και να υπονομεύσουμε τη δραστηριότητα τραπεζών ή εταιρειών κολοσσών στη χώρα. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής καμπάνιας, ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε το 2009, πέρα από την ένοπλη επίθεση εναντίον των αστυνομικών των ΜΑΤ στα Εξάρχεια που είχε γίνει ως αντίποινα στη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τέσσερις επιθέσεις: την απόπειρα ανατίναξης των κεντρικών γραφείων της Citibank στην Κηφισιά με 125 κιλά εκρηκτικά, την επίθεση σε υποκατάστημα της Citibank στη Νέα Ιωνία, την ανατίναξη υποκαταστήματος της Eurobank στην Αργυρούπολη, την επίθεση με 150 κιλά εκρηκτικά στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Τον Μάρτιο του 2010, η απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου στη Δάφνη, κατά την οποία σκοτώθηκε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας, έγινε για να πραγματοποιηθεί μια επίθεση στα πλαίσια της ίδιας στρατηγικής. Ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε τη ζωή του για να μην περάσει το μνημόνιο, για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του υπερεθνικού κεφαλαίου, η χούντα της Τρόικας και του ελληνικού κράτους. Ο Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε τη ζωή του για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας είναι αφιερωμένη σε αυτόν και η ανάληψη έγινε στο όνομά του, Κομάντο Λάμπρος Φούντας. Γιατί η καλύτερη απόδοση τιμής σε ένα σύντροφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα είναι η συνέχιση του ίδιου του αγώνα για τον οποίο έπεσε πολεμώντας.
Η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας, στις 10 Απρίλη 2014, επιλέχθηκε να γίνει την ίδια μέρα που το ελληνικό κράτος, μετά από πέντε χρόνια αποκλεισμού, βγήκε στις αγορές να δανειστεί, παίρνοντας έτσι την επιβράβευση για την πολιτική κοινωνικής γενοκτονίας που εφαρμόστηκε τα τέσσερα τελευταία χρόνια από τους φασίστες της Τρόικας και του ελληνικού κράτους. Ήταν μια απάντηση-υποδοχή στην εκπρόσωπο της επιβολής των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας που επιβάλλονται στην Ευρώπη, στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, η οποία θα ερχόταν την επομένη για να επιβραβεύσει την «επιτυχία» του ελληνικού πειράματος, χαϊδεύοντας τα αυτιά του Έλληνα υποτελούς κουίσλινγκ, πρωθυπουργού Σαμαρά.
Η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας ήταν μια απάντηση στην πολιτική της μαζικής κοινωνικής εκκαθάρισης πλεονάζοντος πληθυσμού και πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, αυτούς που το σύστημα δεν τους χρειάζεται και τους πετά στα σκουπίδια, θεωρώντας τους περιττούς. Ήταν μια απάντηση στην πολιτική των μαζικών δολοφονιών, των ανθρωποθυσιών και της κοινωνικής ευθανασίας, όπου 4.000 άνθρωποι θέτουν τέρμα στη ζωή τους γιατί τους στέρησαν τα πάντα και μαζί την αξιοπρέπειά τους, ενώ χιλιάδες αργοπεθαίνουν από τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τις αρρώστιες, τη στέρηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ήταν μια απάντηση στην πολιτική που οδήγησε 5.000.000 ανθρώπους στα όρια της φτώχειας, 2.500.000 στην απόλυτη εξαθλίωση, 1.500.000 στην ανεργία, τη στιγμή που χιλιάδες τρέφονται από τα σκουπίδια και τα συσσίτια, χιλιάδες είναι οι άστεγοι, ενώ αρκετές χιλιάδες ακόμα έχουν χάσει τα σπίτια τους λόγω χρεών.

Ο ελληνικός λαός υφίσταται απώλειες πολέμου σε καιρό ειρήνης την ίδια ώρα που οι δανειστές του υπερεθνικού κεφαλαίου, τα μέλη των κλιμακίων της Τρόικας, οι εγχώριοι τραπεζίτες, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι μνημονιακοί βουλευτές, ζουν πλουσιοπάροχα, προστατευόμενοι από τα ένοπλα σκυλιά της αστυνομίας. Όσο λοιπόν και αν το καθεστώς και οι λακέδες του προσπαθούν να με παρουσιάσουν ως εγκληματία και τρομοκράτη και να πείσουν ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα στρέφεται κατά της κοινωνίας, πολλοί από το λαό δεν ξεγελιούνται και γνωρίζουν ότι αυτοί που τους τρομοκρατούν, τους ληστεύουν, τους δολοφονούν, τους καταδικάζουν στη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον αργό θάνατο είναι η κυβέρνηση, το κράτος, οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες, η ντόπια και διεθνής οικονομική και πολιτική ελίτ. Επιπλέον, αναγνωρίζουν ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είναι προς όφελος των φτωχών και του λαού και στρέφεται κατά των δημίων του. Ότι η δράση του Επαναστατικού Αγώνα είναι αντίσταση, είναι μια απάντηση, μια προσπάθεια να επιστραφεί η βία και η τρομοκρατία εναντίον των εχθρών του λαού.
Από το 2003 αγωνίζομαι με συνέπεια στις τάξεις του Επαναστατικού Αγώνα. Ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε μέχρι σήμερα 17 επιθέσεις βομβιστικές ή ένοπλες. Επιθέσεις σε δικαστήρια, σε αστυνομικά τμήματα και αστυνομικές δυνάμεις, επιθέσεις στα Υπουργεία Απασχόλησης και Οικονομίας, εναντίον του πρώην υπουργού Δημοσίας Τάξεως Βουλγαράκη, εναντίον της Πρεσβείας των ΗΠΑ, επιθέσεις σε τράπεζες πολυεθνικές και ελληνικές, στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στην Τράπεζα της Ελλάδας. Από το 2003 είμαι μέλος μιας ένοπλης επαναστατικής  οργάνωσης που διεξάγει ένα δυναμικό αγώνα για την ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, για την κοινωνική επανάσταση. Με τη δράση και το λόγο της η οργάνωση έγραψε και εξακολουθεί να γραφεί σημαντικές σελίδες στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Τον Απρίλιο του 2010 συνελήφθηκα στα πλαίσια της κατασταλτικής επιχείρησης του κράτους εναντίον της οργάνωσης, ένα μήνα μετά την ένοπλη συμπλοκή στη Δάφνη μεταξύ μελών του Επαναστατικού Αγώνα και αστυνομικών, κατά την οποία σκοτώθηκε ο σύντροφος Λάμπρος Φούντας. Ο Λάμπρος Φούντας σκοτώθηκε σε προπαρασκευαστική ενέργεια της οργάνωσης, σε απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου που θα χρησίμευε σε επίθεση, σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της πολιτικής διάσωσης του συστήματος. Σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της πιο άγριας επίθεσης του υπερεθνικού κεφαλαίου και του κράτους εναντίον του λαού.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στην οργάνωση και υπερασπίστηκα όλες τις επιθέσεις που έχει πραγματοποιήσει, καθώς και το σύντροφο Λάμπρο Φούντα. Για τη στάση μου αυτή καταδικάστηκα, μαζί με τη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα, στη δίκη που έγινε εναντίον της οργάνωσης –δίκη η οποία διεξήχθη μετά την παρέλευση του 18μηνου και ενώ είχαμε αποφυλακιστεί– σε πενήντα χρόνια κάθειρξη ή σε 25 χρόνια εκτιθείσα ποινή. Αρκετό καιρό πριν την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, και αφού είχαμε σταθεί απόλυτα συνεπείς απέναντι στο Ειδικό Δικαστήριο υπερασπιζόμενοι τον Επαναστατικό Αγώνα και τις ενέργειες που πραγματοποίησε, υπερασπιζόμενοι τον ένοπλο αγώνα ως άρρηκτο κομμάτι του αγώνα και του κινήματος για την κοινωνική επανάσταση, μαζί με τη συντρόφισσα Ρούπα αποφασίσαμε να σπάσουμε τους περιοριστικούς όρους και να περάσουμε στην παρανομία.
Επιλέξαμε την παρανομία όχι μόνο για να είμαστε ελεύθεροι και να αποφύγουμε τη φυλακή, αλλά πρωτίστως για να συνεχίσουμε τον ένοπλο αγώνα μέσα στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μετά την υπαγωγή της χώρας στην εξουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Επιλέξαμε την παρανομία για να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση, για να βοηθήσουμε να αφυπνιστεί ο λαός, να κατανοήσει ότι η επανάσταση, η ανατροπή του κεφαλαίου και του κράτους, είναι η μόνη ρεαλιστική λύση και πρόταση στα δεινά του. Επιλέξαμε την παρανομία για να συνεχίσουμε τον αγώνα για τον ελευθεριακό κομμουνισμό και την αναρχία.
Για μένα και τη συντρόφισσα Ρούπα τίποτα δεν τελείωσε με τις συλλήψεις μας. Αντιθέτως, όχι μόνο διατηρήσαμε ζωντανό τον Επαναστατικό Αγώνα μετά τη σύλληψή μας, κατά τη διάρκεια της προφυλάκισης και της δίκης, αλλά ήμασταν πεπεισμένοι ότι η ένοπλη επαναδραστηριοποίηση της οργάνωσης ήταν και είναι αναγκαία στις υπάρχουσες συνθήκες. Μετά την σύλληψή μου στις 16 Ιουλίου,  όπου συνελήφθηκα τραυματισμένος μετά από ένοπλη συμπλοκή και καταδίωξη στο Μοναστηράκι και ως κρατούμενος πλέον, παραμένω μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, παραμένω πιστός στις αρχές και στη στρατηγική της οργάνωσης και από τη φυλακή υποστηρίζω τη συνέχιση της δράσης της οργάνωσης.
Η στρατηγική δράσης του Επαναστατικού Αγώνα αποσκοπεί στο να διαμορφώσει ένα ασταθές και ανασφαλές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον για τις επενδύσεις του υπερεθνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, ένα ασταθές και ανασφαλές περιβάλλον για τις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα της περιουσίας του λαού στα κοράκια της υπερεθνικής και ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας.
Την περίοδο από την υπογραφή του 1ου μνημονίου τον Μάιο του 2010 ως το καλοκαίρι του 2012, οι μεγάλες και μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, που συνοδεύτηκαν από βίαιες συγκρούσεις κομματιών της νεολαίας και του λαού με τους πραιτοριανούς του καθεστώτος, δεν κατάφεραν στο ελάχιστο να φρενάρουν τα αντιλαϊκά και αντικοινωνικά μέτρα των κυβερνήσεων και την άγρια επίθεση του υπερεθνικού κεφαλαίου. Σε αυτή την περίοδο αποδείχτηκε αφενός η έλλειψη ενός επαναστατικού κινήματος που θα εκμεταλλευόταν τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί από την απονομιμοποίηση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος και που θα ήταν ικανό να δώσει απαντήσεις, να έχει προτάσεις και πρόγραμμα, να οργανώσει το λαό και να επιχειρήσει την ένοπλη ανατροπή και επανάσταση και αφετέρου αποδείχτηκε η έλλειψη της ένοπλης δράσης που σε συνδυασμό με τις λαϊκές κινητοποιήσεις θα έπαιζε αποσταθεροποιητικό ρόλο σε ένα ήδη παραπαίον σύστημα.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε διατυπώσει την άποψη ότι ο ένοπλος αγώνας αποσκοπεί στην προοπτική ενός ανατρεπτικού κινήματος που «μπορεί να παίξει το ρόλο της πολιτικής πρωτοπορίας, να διαμορφώσει το αναγκαίο πολιτικό έδαφος για να μπορεί να αναπτυχθεί ένα κοινωνικά διευρυμένο ταξικό και πολιτικό ρεύμα ικανό να επιχειρήσει την ένοπλη προλεταριακή αντεπίθεση εναντίον του καθεστώτος και να πραγματώσει την κοινωνική επανάσταση». Τη διετία 2010-2012 δεν υπήρξαν πιο ευνοϊκές συνθήκες για μια επαναστατική απόπειρα στην Ελλάδα. Τα επόμενα δύο χρόνια, εφόσον η ευκαιρία της ανατροπής έμεινε ανεκμετάλλευτη, το παραπαίον  σύστημα έχει σχετικά σταθεροποιηθεί.
Ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός, αλλά και ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος, δεν έπαιξαν το ρόλο τους σε αυτές τις συνθήκες ως όφειλαν. Οι μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις της περιόδου 2010-2012 εξάντλησαν τη δυναμική τους και έδειξαν τα όριά τους, χωρίς να  μπορέσουν να σταματήσουν την πολιτική των μνημονίων. Τραγική υπενθύμιση των αδιεξόδων των κινητοποιήσεων εκείνης της περιόδου και του «κινήματος των αγανακτισμένων» ήταν η αυτοκτονία του αγωνιστή Δημήτρη Χριστούλα, ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε τον Απρίλιο του 2012 στο σημείο που γινόταν η Λαϊκή Συνέλευση στην πλατεία Συντάγματος. Ο Χριστούλας πέθανε δίνοντας το ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα ότι μόνο μία ένοπλη κοινωνική επανάσταση μπορεί να ανατρέψει τα αντιλαϊκά μέτρα που λαμβάνονταν και να ανατρέψει το καθεστώς, ευχόμενος ότι «η νεολαία θα πάρει τα καλάσνικωφ και θα κρεμάσει τους προδότες στην πλατεία Συντάγματος…».
 Στο αμέσως επόμενο διάστημα τη σκυτάλη πήρε η καθίζηση των κοινωνικών αντιστάσεων, ενώ ο λαός αποσύρθηκε από τους δρόμους. Τη σκυτάλη των κοινωνικών αντιστάσεων πήρε το στημένο κοινοβουλευτικό παιχνίδι όπου αφενός η κυβέρνηση Σαμαρά, σε συνεργασία με τους εταίρους της ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αναλαμβάνοντας τον Ιούνιο του 2012 τη διαχείριση της κρίσης, συνεχίζει με μεγαλύτερη οξύτητα και σφοδρότητα την αντιλαϊκή και αντικοινωνική επίθεση για λογαριασμό της υπερεθνικής ελίτ και των δανειστών και όπου, αφετέρου, η αξιωματική αντιπολίτευση του τυχοδιωκτικού, αλλοπρόσαλλου και αντιφατικού ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κεφαλοποιήσει  την κοινωνική οργή και δυσαρέσκεια για να αναλάβει αυτός τη διαχείριση της κρίσης και τον «εξανθρωπισμό» του συστήματος.
Δυστυχώς αρκετοί αναρχικοί, αποδεικνύοντας την απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης για αγώνα με προοπτική την ανατροπή και την επανάσταση, είναι διατεθειμένοι να ψηφήσουν ΣΥΡΙΖΑ έχοντας την αυταπάτη ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελεί ανάχωμα στην άνοδο της ακροδεξιάς και ότι θα αλλάξουν ευνοϊκά τα πράγματα σε σχέση με τους πολιτικούς κρατούμενους και τους αντιτρομοκρατικούς νόμους. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν χάνονται ευκαιρίες για ανατροπή, ή περνούν ανεκμετάλλευτες, τη σκυτάλη παραλαμβάνουν η αντίδραση και η αντεπανάσταση. Η κυβέρνηση Σαμαρά εφάρμοσε μετά την εκλογή της μια φασιστική και ακροδεξιά πολιτική ατζέντα, το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» και το «νόμος και τάξη» απέναντι στις κοινωνικές αντιστάσεις. Δεν υπήρξε απεργία εργαζομένων που να μην κηρύχθηκε παράνομη και καταχρηστική, όπως εκείνες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τους ναυτεργάτες, ενώ ανακαταλήφθηκε η Χαλυβουργία από τα ΜΑΤ μετά από πολύμηνη απεργία και κατάληψη του εργοστασίου από τους εργαζόμενους.
Το ίδιο διάστημα έχουμε τη ραγδαία άνοδο του νεοναζιστικού κόμματος, της Χρυσής Αυγής, το οποίο μπήκε στη Βουλή συσπειρώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι των απογοητευμένων ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, της ευρύτερης λαϊκής δεξιάς, του κέντρου κ.ά. Παρά τις αντιευρωπαϊκές και αντιμνημονιακές διακηρύξεις της για να ξεγελά τους εθνικά πληγωμένους ψηφοφόρους,  ο αποκλειστικός ρόλος της Χρυσής Αυγής είναι αυτός της δύναμης κρούσης στην υπηρεσία του κεφαλαίου για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του και την εξόντωση εξαθλιωμένων μεταναστών εργατών, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Παρά τη σχετική σταθεροποίηση του καθεστώτος στην Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια, τίποτα δεν τελείωσε. Η καπιταλιστική μηχανή, όχι μόνο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως, εξακολουθεί να είναι μπλοκαρισμένη. Παρά τις διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης, η πολιτική των μνημονίων ήρθε για να μείνει σε μόνιμη βάση. Το τέλος της κρίσης δεν φαίνεται καν στον ορίζοντα, με το ελληνικό χρέος να μην είναι βιώσιμο, αφού έχει εκτιναχθεί με τα προγράμματα διάσωσης και τα μνημόνια από το 129% του ΑΕΠ το 2009, στο 176% του ΑΕΠ το 2013. Ουσιαστικά, αυτό που διακυβεύεται είναι το τέλος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η διαδικασία της οποίας έχει μπλοκάρει με την κρίση, και το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα στο ίδιο το σύμπλεγμα της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, στο εσωτερικό της οποίας υπάρχουν συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, πληθαίνουν οι φωνές των ευρωσκεπτικιστών οι οποίο υποστηρίζουν την επαναφορά του status της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού κράτους. Πρωταγωνιστές αυτής της τάσης είναι οι εθνικιστές, ακροδεξιοί και φασίστες, των οποίων η άνοδος φάνηκε στις τελευταίες ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου, όπου το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία βγήκε πρώτο, όπως και οι Βρετανοί ευρωσκεπτικιστές, ενώ στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή βγήκε τρίτο κόμμα αυξάνοντας τα ποσοστά της.
Ως αναρχικοί, ως Επαναστατικός Αγώνας, στην τελευταία προκήρυξη με την οποία αναλάβαμε την ευθύνη για την επίθεση στη Διεύθυνση Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας έχουμε καταθέσει τη δική μας οπτική για τις θέσεις και τις προτάσεις που πρέπει να έχει ένα επαναστατικό κίνημα προς την κατεύθυνση της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Κατά την άποψή μας ένα επαναστατικό κίνημα πρέπει να έχει ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα, ξεκάθαρες πολιτικές προτάσεις, με σκοπό να πείσει το λαό, τους εργαζόμενους, τους φτωχούς, για την αναγκαιότητα της επανάστασης, αφού τα συμφέροντα του λαού, της τάξης των εργαζομένων και των φτωχών ταυτίζονται με την αναγκαιότητα της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Γι’ αυτό και στην τελευταία προκήρυξη δημοσιεύσαμε μία επαναστατική πλατφόρμα που να περιέχει τις προτάσεις και τις θέσεις που κατά την γνώμη μας πρέπει να έχει ένα αντικαπιταλιστικό επαναστατικό κίνημα, επιδιώκοντας παράλληλα να ανοίξει και ένας διάλογος πάνω στις θέσεις εκείνες που αποτελούν προϋπόθεση για την οργάνωση ενός κινήματος.
 Ένα πολιτικό πρόγραμμα είναι απαραίτητο, γιατί πέρα από το γεγονός ότι εμπεριέχει τις θέσεις για μια αταξική κοινωνία, για μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, είναι ταυτόχρονα και απαραίτητο όπλο για την καταπολέμηση και αποδόμηση των πολιτικών θέσεων και προτάσεων των καθεστωτικών κομμάτων, όπως π.χ. των σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ή των αδιεξόδων του εναλλακτισμού που χαρακτηρίζουν τάσεις μέσα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Στην εποχή μας, εν μέσω κρίσης, δεν είναι λίγα τα αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά εγχειρήματα τα οποία βρίσκονται εκτός κρατικού πλαισίου, όμως η μη σύνδεσή τους με ένα σχέδιο επαναστατικής προοπτικής, καταστροφής του καπιταλισμού και του κράτους και συνολικής ανάληψης της διαχείρισης όλων των κοινωνικών υποθέσεων από το λαό, τα περιορίζει αποκλειστικά στο ρόλο της φιλανθρωπίας και της αυτοδιαχείρισης της φτώχειας. Μια τέτοιου είδους αυτοδιαχείριση είναι ως ένα μεγάλο βαθμό ανεχτή και αφομοιώσιμη, όπως έχει δείξει το παράδειγμα της Αργεντινής, όπως είναι αφομοιώσιμη και από καθεστωτικές δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος συμπεριλαμβάνει την αυτοδιαχείριση μέσα στο πολιτικό του πρόγραμμα.
Οποιοδήποτε εγχείρημα (κατάληψεις, κοινωνικά κέντρα, κοινωνικά ιατρεία κλπ )μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, δεν συνδέεται με την κοινωνική βάση, είναι εσωστρεφές και αυτάρεσκο, είναι εναλλακτικό και δεν έχει επαναστατική προοπτική. Ακόμα και ο ένοπλος αγώνας που έχει αναφορά στον ατομικισμό και τον αντικοινωνισμό είναι εσωστρεφής δράση, είναι μεν μια εξεγερτική ατομικιστική δράση δεν θα μπορούσε όμως να έχει επαναστατική προοπτική, αφού η επανάσταση είναι αναγκαστικά κοινωνική και άρα δεν μπορεί παρά να έχει κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Μια τέτοιου είδους δράση δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, δεν μπορεί να αποτελέσει κοινωνική πρόταση, άρα δεν μπορεί να διαχυθεί για να θέσει το ζήτημα της προοπτικής της ανατροπής του κεφαλαίου και του κράτους. Η κοινωνική αυτοδιαχείριση για να είναι πραγματικά επαναστατική δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα ρόλο περιφερειακών «νησίδων ελευθερίας» σε έναν ωκεανό καπιταλιστικού εδάφους, αλλά πρέπει να καταλάβει ολόκληρο το κοινωνικό έδαφος.
Είναι μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι η ύπαρξη πολλών τέτοιων νησίδων αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων μπορούν να «περικυκλώσουν» το κράτος και το κεφάλαιο και τελικά να ανατρέψουν το καθεστώς. Για να ανατραπεί το καθεστώς είναι απαραίτητη η ένοπλη έφοδος, η ένοπλη επίθεση για την κατάληψη του εδάφους του εχθρού, των οχυρών του εχθρού –κοινοβούλιο, υπουργεία, τράπεζες, επιχειρήσεις–, ενώ είναι απαραίτητος ο αφοπλισμός των αστυνομικών τμημάτων και των ενόπλων δυνάμεων του καθεστώτος. Είναι επίσης μη ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι μια επανάσταση θα είναι βιώσιμη αν επιχειρηθεί και περιοριστεί στα εθνικά σύνορα μιας μικρής χώρας όπως η Ελλάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση το υπερεθνικό κεφάλαιο και οι δανειστές θα εξαπέλυαν ένα εξοντωτικό οικονομικό εμπάργκο, ενώ φυσικά δεν αποκλείεται μια ένοπλη επέμβαση. Άλλωστε το ΝΑΤΟ έχει προβλέψει τέτοιου είδους επεμβάσεις στο έδαφος χώρας-μέλους για την αποκατάσταση της τάξης. Γι’ αυτόσε μια τέτοια περίπτωση ο ελληνικός λαός θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αποκρούσει με τα όπλα τους μισθοφόρους της υπερεθνικής ελίτ. Μια επανάσταση στην Ελλάδα θα αποτελούσε μια βόμβα στα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα είναι φωτεινό παράδειγμα για τους λαούς της Ευρώπης αλλά και για όλο τον κόσμο.
Ας κάνουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα την αρχή για μια διεθνή κοινωνική επανάσταση. Αξίζει να αγωνιστούμε και εν ανάγκη να πεθάνουμε για αυτή.

                                                      Νίκος Μαζιώτης, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα
Φυλακές Διαβατών
Αναδημοσίευση από : Athens Indymedia