-αν- Αρχική Σελίδα

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Επιστολή κατά του φασισμού απ΄τις κόρες του ήρωα Απόστολου Σάντα

« 30 προς 31 Μαΐου 1941 υπεξαιρέθηκε η πολεμική σημαία της Βέρμαχτ, με το οικόσημο του Κάιζερ και τον μισητό αγκυλωτό σταυρό – την σβάστικα – από τον ιερό βράχο του Παρθενώνα. 

» 73 ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τη νύχτα αυτή όπου οι δύο νέοι φίλοι τότε, και συναγωνιστές αργότερα, έκαναν την πρώτη αντιστασιακή πράξη με τέτοια συμβολική αξία σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

» Ναι, ομιλούμε για τον Απόστολο Σάντα, που δυστυχώς στις 30 Απριλίου 2011 έφυγε από τη ζωή και τον Μανώλη Γλέζο που συνεχίζει τον αγώνα. 

» Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του πατέρα μας. Όμως, ο Φασισμός ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ… ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ! 

» Είναι γεγονός ότι τη νύχτα αυτή υπήρξαν δύο μεγάλοι συμβολισμοί. 

» Ο ένας ήταν το μίσος, η οργή, η «δήθεν ανωτέρα φυλή» που επέφερε τη βία μεταξύ των ανθρώπων, και το νόμο της ζούγκλας «ο δυνατότερος έχει δικαίωμα ζωής ο αδύναμος όχι» - όλα αυτά λοιπόν τα εξέφραζε με μία λέξη η σβάστικα! Το σύμβολο των Ναζί που πρέσβευαν μία από τις χειρότερες για το ανθρώπινο είδος θεωρίες: τον Εθνικοσοσιαλισμό. Διαιρεί τους λαούς και επιφέρει διχόνοιες, μίση, στο έπακρο τη βία, και ότι υπάρχει στη σκοτεινή πλευρά του ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

» Ο άλλος συμβολισμός ήταν η Ακρόπολη. Ο θαυμάσιος Παρθενώνας ένα έργο γεμάτο ήλιο, σύμβολο και κατάκτηση των ωραιότερων πλευρών του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, της δημιουργίας της τελειότητας, της τέχνης, της ομορφιάς της ζωής, της δημοκρατίας, ένα έργο πολιτιστικής κληρονομιάς της Ανθρωπότητας. Η πιο φωτεινή πλευρά του ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

» Είμαστε Ελληνίδες και Έλληνες, αφήστε τους δήθεν συμβολισμούς για ψήφο διαμαρτυρίας στους Νέο Ναζί. Έχετε ευθύνη κυρίες και κύριοι όσοι από εσάς έχετε ψηφίσει αυτό το Ναζιστικό Κόμμα της Χρυσής Αυγής και να γνωρίζετε ότι οι λαοί δεν ξεχνούν! 

» Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε ένας από τους τραγικότερους πολέμους στην ιστορία της Ανθρωπότητας και η Ελλάδα μας το πλήρωσε πολύ ακριβά ως δεύτερη χώρα μετά την πρώην Σοβιετική Ένωση σε απώλειες. Εσείς όλοι των μεγάλων ηλικιών ή προέρχεστε από οικογένειες προδοτών ή είστε οι άνθρωποι που επιπλέουν σε όλες τις καταστάσεις… Ξανασκεφτείτε τι ακριβώς κάνετε.. Συγχωροχάρτι δεν υπάρχει για κανέναν!

» Όσον αφορά τους νέους που έχουν ταχτεί στο πλευρό της Χρυσής Αυγής σαφώς και έχουμε εμείς οι μεγαλύτεροι, ευθύνη γι’ αυτό. Οι νέοι δεν βολεύονται εύκολα και εάν δεν έχουν γνώσεις, μόρφωση, δεν έχουν διαβάσει ιστορία και γενικότερα εάν η Παιδεία της χώρας τους δεν μπορεί να τους δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά τους περί κοινωνικής αδικίας, κρίσεις οικονομικές που φέρνουν τον άνθρωπο σε απελπιστική θέση, και γενικότερα εάν η χώρα που υποτίθεται ότι έδωσε τα φώτα της για τη Δημοκρατία στη Δύση, δεν μπόρεσε να καλλιεργήσει στους νέους της αυτή ακριβώς την έννοια, η Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που άλλαζε κάθε φορά που άλλαζε και η παλαιά δικομματική διακυβέρνηση της χώρας μας.. σίγουρα τα αποτελέσματα είναι αυτά… 

» Νέες και Νέοι, διαβάστε μόνοι σας, χωρίς "δασκάλους" ή καθοδηγητές την ιστορία σας. Πρέπει να είστε υπερήφανοι για την Ελλάδα μας, όχι όμως ως Έθνος ανώτερο από τα άλλα. Η Ελλάδα πρεσβεύει μία χώρα ειρηνική, με ανθρώπους φιλειρηνικούς, φιλόξενους στους ξένους, συμπαραστάτες σε λαούς κυνηγημένους, πανανθρώπινες αξίες για τη ζωή, μια ζωή γεμάτη ήλιο.

» Βοηθήστε τους μεγαλύτερους και την ίδια τη κοινωνία μας για ένα καλύτερο αύριο με καλοσύνη.

» Αυτά είχαμε να πούμε τόσο για τα τρία χρόνια που μας λείπει ο αγαπημένος μας πατέρας, όσο και για την επέτειο των 73 χρόνων από το γεγονός της υπεξαίρεσης της σβάστικας από την Ακρόπολη.

» Η οικογένεια του Απόστολου Σάντα,

Οι κόρες του Αλεξάνδρα και Γεωργία Σάντα.

30 Μαΐου 2014».



Συνέντευξη των Απόστολου Σάντα και Μανόλη Γλέζου στον Φρέντυ Γερμανό το 1982
(εκπομπή "Πρώτη Σελίδα")




Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

15 ΜΑΗ 1985 ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ του Χρήστου Τσουτσουβή







Το πρόσωπο του δολοφονημένου Τσουτσουβή με τα ανακατεμένα μαλλιά και τα ορθάνοιχτα μάτια είναι ένα από τα πιο πολυδημοσιευμένα στον Τύπο. Συνόδευσε τη μακρά σειρά των δημοσιευμάτων για την τρομοκρατία στην Ελλάδα από το 1985, όταν ο Τσουτσουβής σκοτώθηκε. Η δράση του Χρ. Τσουτσουβή έληξε στις 15 Μαΐου 1985, όταν σε συμπλοκή στου ...
....Γκύζη σκοτώθηκαν ο ίδιος και τρεις αστυνομικοί. Υποτίθεται μάλιστα ότι η Αστυνομία δεν γνώριζε τα στοιχεία του νεκρού και τα ανακάλυψε μέσω της δημοσίευσης της φωτογραφίας, για να ακολουθήσει ο εντοπισμός της κατοικίας - γιάφκας του και το πολύχρονο κυνηγητό εις βάρος προσώπων με τα οποία είχε επαφή.
Τα αντικείμενα που ανακοίνωσαν ότι εντόπισαν οι αρχές στο διαμέρισμα του Τσουτσουβή στην Κυψέλη (έξι ηλεκτρονικοί πυροκροτητές, 145 κοινοί πυροκροτητές, μηχανήματα εκτύπωσης, κουκούλες, περούκες, γάντια και πρωτότυπο της προκήρυξης για τη δολοφονία του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου) έπαιξαν σημαντικό ρόλο -μαζί με την απουσία άλλων ονομάτων επί 17 χρόνια- για την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πρόσωπο των οργανώσεων ένοπλης βίας στην Ελλάδα. Το πόσο καθοριστικός ήταν τελικά ο ρόλος Τσουτσουβή στις εξελίξεις θα επιβεβαιωθεί μόνον όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Γεννημένος το 1953, ο Χρήστος Τσουτσουβής εμφανίζεται αρχικώς να είναι μέλος του ΠΑΚ την περίοδο της χούντας όντας φοιτητής στο Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα εκλογικός αντιπρόσωπος για το ΠΑΣΟΚ. Στον ΕΛΑ φέρεται να δραστηριοποιείται το 1976 αξιώνοντας ρόλο ενθουσιώδους υποστηρικτή δραστικών ενεργειών. Φέρεται να έχει συμμετοχή και στη συμπλοκή του Ρέντη το 1977, στην οποία σκοτώθηκε ο Χρήστος Κασσίμης. Αναφέρεται επίσης ότι αποχώρησε από τον ΕΛΑ μετά τη δολοφονία Μπάμπαλη τον Ιανουάριο του 1979 και πήρε μαζί του μεγάλο μέρος από τον οπλισμό της οργάνωσης -πράγμα που ανάγκασε άλλα στελέχη μεταξύ των οποίων και ο «Φιλίπ» να αναζητήσουν βοήθεια και συνεργασία από το διεθνή τρομοκράτη Κάρλος.
Ο δυναμισμός του χαρακτήρα φαίνεται πως έπαιξε επίσης ρόλο για να αποδοθούν στον Τσουτσουβή οι εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα της Αθήνας πριν από τα Χριστούγεννα του 1980 (με την υπογραφή όμως της οργάνωσης «Οκτώβρης '80»).
Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, αποχωρώντας ο Τσουτσουβής από τον ΕΛΑ ιδρύει την οργάνωση «Αντικρατική Πάλη», η οποία δολοφονεί την 1η Απριλίου 1985 τον εισαγγελέα Γεώργιο Θεοφανόπουλο. Εχετε ήδη μπερδευτεί με τα ονόματα των οργανώσεων των οποίων ήταν μέλος ή δημιουργός ο Τσουτσουβής; Αυτό, κατά τις αρχές, αποδεικνύει την πολυδιάσπαση του χώρου των οργανώσεων ένοπλης βίας στη δεκαετία του '80, τις αρχηγικές επιδιώξεις των μελών τους και τη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» με τη 17Ν.
Η συμπλοκή στου Γκύζη ξεκίνησε όταν σε τυχαίο αστυνομικό έλεγχο ο Τσουτσουβής δεν υπάκουσε, τράβηξε όπλο, σκότωσε τρεις αστυνομικούς και σκοτώθηκε κι ο ίδιος! Οι αρχές τότε προτίμησαν, αντί της εκδοχής του αδίστακτου πιστολά που πουλά ακριβά το τομάρι του, να διαρρεύσουν πως ο Τσουτσουβής δεν ήταν μόνος του και ο σύντροφός του τον αποτελείωσε όταν είδε πως είχε τραυματιστεί.
Με τον Τσουτσουβή συνδέθηκε μία ακόμη γιάφκα πέραν εκείνης στην Κυψέλη που εντοπίστηκε μετά το θάνατό του. Πρόκειται για το υπόγειο της οδού Καλαμά 25 στα Σεπόλια στο οποίο έφτασαν οι αρχές -και συγκεκριμένα η Πυροσβεστική, αφού επρόκειτο για πλημμυρισμένη κατοικία- στα τέλη Νοεμβρίου 1986. Μέσα στο υπόγειο βρέθηκαν μεταξύ άλλων έξι 45άρια πιστόλια, τέσσερα περίστροφα, δύο αυτόματα, επιθετικές χειροβομβίδες, κυνηγετικά όπλα, 2.000 σφαίρες και άλλα. Σύμφωνα με τις αρχές, η βαλλιστική έρευνα έδειξε ότι τα 45άρια είχαν χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία Θεοφανόπουλου. Στοιχείο που μπέρδεψε τις έρευνες ήταν ένα κλειδί που βρέθηκε στην ίδια γιάφκα και ειπώθηκε ότι άνοιγε το κλεμμένο «Σίμκα» που είχε χρησιμοποιήσει η 17Ν στη δολοφονία Γουέλς το 1975. Ομως, πάνω στην κλειδοθήκη βρέθηκε χαρτάκι στο οποίο ο Τσουτσουβής είχε καταγράψει τον αριθμό αυτοκινήτου που η 17Ν χρησιμοποίησε ως όχημα διαφυγής στην επίθεση κατά των Πέτρου και Σταμούλη το 1980... Ενώ η 17Ν το 1987 σε προκήρυξή της ανέφερε πως για να βάλει μπροστά το «Σίμκα» χρησιμοποίησε τα καλώδια της μίζας και όχι κλειδί.

Α
Αναδημοσίευση από :ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ





Μπάτσοι του Γκύ

ζη κάτι σας θυμίζει…

 


tsoytsoybis
Σήμερα κλείνουν 29 χρόνια απο τη δολοφονία του Χρήστου Τσουτσουβή στο Γκύζη. Ο Τσουτσουβής ήταν ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλεως που έπεσε στην Ελλάδα, ύστερα απο καταδίωξη και σκληρή μάχη παίρνοντας μαζί του και τα τρία ένστολα γουρούνια που τον καταδίωκαν. Έχω περάσει ατελείωτες ώρες με τον Τσουτσουβή στο μυαλό μου, τόσες που πλέον μου είναι αδύνατων να διαχωρίσω την πραγματικότητα απο την ψευδαίσθηση. Τον γνώρισα ποτέ, η όχι; Κάναμε ποτέ παρέα, η όχι;; Ξενυχτήσαμε τελικά βράδια ολόκληρα συζητώντας…η όχι;;  Το μόνο σίγουρο είναι πως το Γκύζη η περιοχή που γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζώ, έχει τον δικό της “άγιο”…και όσο οξύμωρος κι αν είναι αυτός ο χαρακτηρισμός για έναν αναρχικό και δη αντάρτη πόλης, είναι απλά ένα λογοπαίγνιο του σήμερα, που τιμάει ένα έθιμο του χθές. Γιατί κάποτε στα χωριά μέσα απο τέτοιους θανάτους, “γεννούσαν” τους αγίους…
Ο Τσουτσουβής έγινε ιδιαίτερα αγαπητός σε πολλούς κυρίως λόγο της μαχητικότητας του, της γενικότερης άμεσης και παθιασμένης αντιεξουσιαστικής του στάσης, αλλά και δράσης. Το όνομα του είναι συνώνυμο του θάρρους και αν κάποιος αντιληφθεί πραγματικά το πότε έδρασε και το τι επικρατούσε κοινωνικά εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, τότε μιλάμε ξεκάθαρα για έναν ήρωα.
Για την ιστορία: εκείνη την περίοδο το “σοσια-λιστικό” ΠΑΣΟΚ είχε ανέβει στην εξουσία και χάριζε λεφτά με την σέσουλα, χρήμα αέρα κοπανιστό και διορισμούς ρουτίνας στο δημόσιο με αίτηση απο το”περίπτερο”. (που λέει ο λόγος). Όλη η Ελλάδα είχε μπεί στον φαύλο κύκλο του “Δανείζομαι χρήματα που δεν μου ανήκουν, για να αγοράσω πράγματα που δεν χρειάζομαι, με σκοπό να εντυπωσιάσω ανθρώπους που δεν συμπαθώ”. Ο πεσιμισμός και η ματαιοδοξία ήταν λέξεις σχεδόν άγνωστες σε μία χώρα άξεστων που ξαφνικά είχαν όλοι φράγκα, γεμάτες τσέπες και όνειρα. Μικροαστικά όνειρα και προοπτικές ανάπτυξης που σήμαιναν το ξεκίνημα ενός εφιάλτη όπως τελικά αποδείχτηκε, του εφιάλτη αυτού, που σήμερα βιώνουμε τον επίλογο του.
Εκτός του χρήματος που έρεε και της ανάπτυξη των πάντων, που ως σκοπό είχαν να αποτελειώσουν αυτό το τερατογεννές εξάμβλωμα που ονομάζεται ελληνικός λαός, στον Ευρωπαίο πλέον ελληναρά η ενασχόληση με την πολιτική φάνταζε μπανάλ και ντεμοντέ. Το ΚΚΕ (η πάλαι άλλοτε αντισταστιακό τέρας) είχε ήδη εκπνεύσει τον επιθανάτιο ρόγχο του και αναπαυμένο εν ειρήνη στην συστημική του πολυθρόνα φτιασιδωνόταν πυρετωδώς για τα “εγκαίνια” της συγκυβέρνησης με τη δεξιά που θα έκανε μερικά χρονάκια αργότερα.
Εκείνη την περίοδο λοιπόν όχι αναρχικός (ΑΝΑΡΧΟ…τι;), ούτε κάν αριστερός, αλλα γενικότερα η λέξη πολιτικοποιημένος ήταν απο μπανάλ εως άγνωστη…

Αυτό είναι το μεγαλείο όλων όσων διάλεξαν να χαράξουν αντίθετη ρώτα στο τότε, και αυτό πρέπει να μεταλαμπαδεύσουμε, χωρίς να μειώνετε φυσικά κανένας αγώνας, όποτε και όπου κι αν έγινε. Όλοι οι αγώνες είναι για κάποιον λόγο ιδιαίτεροι και ξεχωρίστοι, όμως δεν θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο παρά ίσοι, γι’αυτό δεν γίνονται εξάλλου; Για την ισότητα και το όλα για όλους. Ο Τσέ είχε πεί οτι “Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό”. Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν μπορούσε παρά να φερθεί ρεαλιστικά και να επιδιώξει το αδύνατο. Οπλίστηκε και βγήκε στην παρανομία σε μία εποχή που όλος ο κόσμος πήγαινε στη “νόμιμο” χρήμα…και όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξει, απο τον κόσμο των ζωντανών νεκρών, διάλεξε εκείνων της αθανασίας! Ο Χρήστος Τσουτσουβής δεν έφυγε ποτέ, αρκεί να ψάξει κάποιος πίσω απο λέξεις και θα τον συναντήσει σε φράσεις, όπως αυτή:  “Η συνείδηση καθορίζει την ύπαρξη”.
ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΤΣΟΥΤΣΟΥΒΗ. ΜΠΑΤΣΟΙ ΤΟ ΓΚΥΖΗ ΚΑΤΙ ΣΑΣ ΘΥΜΙΖΕΙ. ΕΝΑΣ, ΤΡΕΙΣ!

Άλφα Στερητικό

1

Για την ιστορία

Ο Χρήστος Τσουτσουβής υπήρξε ο δεύτερος νεκρός αντάρτης πόλης με τον Κασσίμη. Ισως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το πρόσωπο που τιμήθηκε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο.
Ενοπλες ομάδες όπως η “Επαναστατική Φράξια για την Ανατροπή – Χρήστος Τσουτσουβής” έκαναν χτυπήματα σε καπιταλιστικούς στόχους για να τιμήσουν την μνήμη του.
Συνθήματα σε τοίχους και πορείες με αναφορά στο όνομα του, τραγούδια αφιερωμένα σ’ αυτόν, αφιερώματα σε αναρχικά έντυπα δείχνουν ότι ο θάνατος του Τσουτσουβή δεν πέρασε απαρατήρητος από ένα μεγάλο μέρος του αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Mόλις τελείωσε το σχολείο στην Kόρινθο ο Xρήστος χάθηκε από συγγενείς και φίλους. Kάπου κάπου τηλεφωνούσε στους γονείς του και τους έλεγε ότι είναι καλά, να μην ανησυχούν και ότι σπουδάζει αρχιτεκτονικό σχέδιο στην Aυστρία και παράλληλα δουλεύει σε μια μεγάλη πολυεθνική.
Ο ίδιος ζούσε στην βαθειά παρανομία στην Αθήνα και εκτός απ’ τους συντρόφους του κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γ’ αυτόν.
Mέλος του Eπαναστατικού Λαϊκού Aγώνα από το 1976 έως το 1980, αποχώρησε λόγω ιδεολογικών αλλά και επιχειρησιακών διαφωνιών. Ηταν θιασώτης της σκληρής ένοπλης αντιπαράθεσης κι όχι των συμβολικών χτυπημάτων με βόμβες.
Έφτιαξε την Aντικρατική Πάλη.
img017

.

Ο επίλογος

Ήταν περίπου τέσσερις και τέταρτο, απόγευμα της Τετάρτης 15 Μάη του 1985, όταν ο Τσουτσουβής και ένα ακόμη άτομο πλησίασαν μία παρκαρισμένη μοτοσικλέτα στην περιοχή του Γκύζη. Τρεις μπάτσοι με πολιτικά, που είχαν στήσει ενέδρα σε κοντινό σημείο κρυμμένοι σ’ ένα αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας, επιχείρησαν να τον ακινητοποιήσουν και να τον συλλάβουν.
Tίποτα.
Kαταδίωξη.
Kαι μετά μίλησαν τα όπλα. Tρεις μπάτσοι νεκροί (Μπούρας, Δουγενής, Γεωργίου), αλλά και ο Xρήστος Tσουτσουβής.
Ο επίλογος για τους μπάτσους ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χ. Τσουτσουβή που έδωσαν στις εφημερίδες, ξέπνοο με τα μάτια ανοιχτά και τα βλέφαρα στερεωμένα με σελοτέιπ.
Για κάποιους άλλους όμως ο Χ. Τσουτσουβής είναι το σημείο ηρωικής αναφοράς.
.
imagey8jcz1

“Ο Ανέστης (σ.σ. το “κωδικό” όνομα του Τσουτσουβή) είχε έρθει για κάλυψη. Κοιταχτήκαμε. Πρώτα έκανε τον αδιάφορο, ύστερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, μισογέλασε και μου έκλεισε το μάτι. Εκείνα τα μάτια που ήξεραν να αστράφτουν θα τα δω παγωμένα λίγα χρόνια αργότερα να με κοιτάζουν μέσα από μια εφημερίδα.
Το δίκιο του Ανέστη χανόταν και η (σωστή) κριτική του αδυνάτιζε από τον ορμητικό και ριψοκίνδυνο τρόπο του. Ήταν παλικάρι, όμως αρκετές φορές χρειάστηκε να τον φρενάρουμε στην πρακτική δουλειά, να ψάχνουμε πώς να διακινδυνεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο”.
Απο το βιβλίο του Δημήτρη Κουφοντίνα
“Για το Χρήστο Τσουτσουβή ισχύει η φράση του Θουκυδίδη – του αρχαίου ιστορικού που κατέγραψε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου -, ότι “ο θάνατος στη μάχη είναι τίτλος τιμής και συνοδεύεται από τις επευφημίες των πολιτών”. Σκοτώθηκε μεν από τους αστυνομικούς, αλλά πήρε και δυο-τρεις μαζί του. Για μένα, ήταν ένας πολεμιστής, ένας μαχητής. Πιστεύω ότι η κοινωνία χρειάζεται κι άλλους τέτοιους.”
Απ’ την απολογία του αναρχικού Νίκου Μαζιώτη.
.
.
1d16f-imagey8jcz1
.
Το κείμενο αυτό ας μην εκτιμηθεί σαν συμβατική επιμνημόσυνη ρητορική «κατάθεση».
Όσοι έχουν τέτοια (ανεγκέφαλη…) προδιάθεση, ας γυρίσουν σελίδα. Ο Τσουτσουβής δεν σκοτώθηκε για να τον βαλσαμώσουν στα ανέξοδα ουρλιαχτά τους (θρηνητικά ή ψευτο«απειλητικά»…) οι άκαπνοι ζωντανοί των «επαναστατικών» γυμναστήριων. Το πρόταγμα που αναδεικνύεται αφορά την όξυνση της σύγκρουσης. Ο συμβιβαστικός κοινωνισμός, η φολκλορική ελευθεριακότητα, ο ηττοπαθής ταχτικισμός, η συναινετική πολιτικότητα: είναι οι πρακτικές καταγραφές του ρεφορμιστικού εκφυλισμού που «φιλοδοξεί», σήμερα, να απαλλοτριώσει την εξεγερτική διάσταση του αναρχικού λόγου. Το κείμενο αυτό «προτείνει» έναν προσδιορισμό της «μνήμης» στη βάση της σύγκρουσης με το Κράτος και τ’ αφεντικά. Το δικό μας «τιμή στον Τσουτσουβή» δεν απευθύνεται στους ποικιλώνυμους αναρχίζοντες καταναλωτές του νεοαριστερίστικου κρετινισμού…
Αν οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί, οι δρόμοι της επανάστασης τί είναι; Και πώς συνδέονται αυτά τα δύο; Ποιο ένστικτο ακατανίκητο προσδιορίζει την ένωση τους στη Πράξη της ανατροπής; Η ενέργεια της ζωής. Είναι αφελείς όσοι αντιλαμβάνονται τη ζωή έξω από τα ανθρώπινα μέτρα της μέσα στην κοινωνία. Λοιπόν, θέλετε να επέμβετε στην ζωή; Καταστρέψτε τους κοινωνικούς θανάτους που την αφυδατώνουν. Αφού δεν μπορείτε ή δεν θέλετε, ασχοληθείτε καλύτερα με τα παιδάκια και τη δουλίτσα σας.
Στις 15/5/85, σε ένοπλη συμπλοκή με μπάτσους στου Γκύζη, σκοτώνεται ο αγωνιστής της «Αντικρατικής Πάλης», Χρήστος Τσουτσουβής. Οι βρικόλακες της Εξουσίας στήνουν τον χορό του μίσους, του ρεβανσισμού αλλά και του φόβου τους, γύρω από το πτώμα του επαναστατημένου ανθρώπου· ο εισαγγελέας Θεοφανόπουλος και οι τρεις νεκροί αστυνομικοί εκείνης της νύχτας, επιβεβαιώνουν την αυτοφυή δυνατότητα της ζωής να ανακαλύπτει και να πραγματώνει τη διαλεκτική της εξέλιξης της.
Η πολιτική είναι η αλλοτριωτική υπαγωγή της ανθρώπινης ύπαρξης στη σφαίρα των μεγεθών και των μετρήσεων. Ξεπερνώντας το τεχνοκρατικό τέλμα των στατιστικών υπολογισμών και της μπακαλίστικής ταχτικολογίας, θα συναντήσουμε την επανάσταση. Η επανάσταση είναι βαθύτατα αντιπολιτική και η βία της επανάστασης είναι η δικαίωση της ανθρώπινης διαμαρτυρίας για τους όρους και τα δεδομένα της αθλιότητας.
Όταν οι μπάτσοι, σε συνεργασία με τους καθεστωτικούς δημοσιογράφους, απο­κρύψανε τη μέρα της κηδείας του Χρήστου (δηλώ­θηκε η 22/5, ενώ έγινε στις 21/5) και στη συνέχεια αποδύθηκαν σε μια βρώμικη προσπάθεια κατασυκοφάντησης του νεκρού επαναστάτη, η αδελφή του χρησιμοποίησε τη λέξη «σκουλήκια» για να χαρακτηρίσει το ήθος τους. Την ίδια ακριβώς λέξη, φορτισμένη με τη μεγαλύτερη απέχθεια, αποδίδουμε σήμερα και στους «συντρόφους» που έχουν μετατρέψει σε επωδό των τσιριχτών τους το πρόστυχο σλόγκαν «καραγκιόζηδες κουμπουροφόροι». Ας μη πε­τάνε λάσπη στην ομορφιά και την εντιμότητα του αγώνα, που είναι έτη φωτός μακριά από το κομματίστικα μαγαζάκια τους και τις μίζερες μικροΐντριγκες του σαχλού και βαλτωμένου μπλα-μπλα τους.
Η ταχτική της προβοκατόρικης παραπληροφό­ρησης στα πέριξ των Εξαρχείων και η μπατσίστικη νοοτροπία των ανώνυμων επιστολών, δεν έχει καμία σχέση με το ήθος του ανθρώπου που ήταν αφιερωμένος στον επαναστατικό ταξικό αγώνα από τα 19 του χρόνια ενώ σήμερα οι φορείς της πιο χυδαίας κριτικής εναντίον του είτε γκομενίζουν, είτε συγκροτούν μέτωπο με τους κλαψουρίζοντες κατοικίδιους «αμφισβητίες».
Η ζωή δεν είναι μια απατηλή λάμψη. Αυτή την αίσθηση προσπαθεί να επιβάλλει το καθεστώς των εμπόρων και των κρατιστών. Η ζωή ορίζεται με τη δύναμη και τη διάρκεια της επιθυμίας για ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη. Ό,τι επεμβαίνει ανασταλτικά πρέπει να τσακίζεται. Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να συγκρουστούμε; Πόσο μαλάκας είναι ο «αναρχικός» που εκφυλίζει το βίωμα της υποτέλειας σε παιχνιδιάρικη διάθεση για ανώδυνους …εναλλακτισμούς; Εναλλακτισμούς που μετατρέπουν τις ριζικές ανάγκες και τα επαναστατικά αιτήματα σε μπαλαντέρ για την οργανωμένη επινοητικότητα των αφεντικών. Η μακαριότητα, ο εφησυχασμός και η βιντεόπληκτη μιζέρια των μικροαστών πρέπει να τινάζονται κάθε φορά στον αέρα. Οι τσαρλατάνοι της μικρομεσαίας χυδαιότητας ουρλιάζουν αφιονισμένοι κάθε φορά «καλά κάνατε στο κάθαρμα».
Αμέτρητα «καθάρματα» θα κουρελιάσουν τη βαρβαρότητα των εξουσιαστικών μύθων. Ο επαναστατικός ανθρωπισμός δεν είναι αφηρημένο καλολογικό στοιχείο στη πληκτική ποίηση αυτής της καθημερινότητας. Η ηθική και η ευαισθησία που περιέχονται στην επαναστατική βία δεν γίνεται να συγκρίνονται με τα συνώνυμα τους στον σημερινό κόσμο: όσοι το κάνουν παίζουν το παιχνίδι της επιβεβλημένης κουλτούρας. Φούντωσαν πάλι οι έριδες. Τι νόημα έχουν; Το μπιστόλι στο αμειβόμενο χέρι του μπάτσου κόβει τον γόρδιο.
Αν η Θεωρία επιθυμεί να μας κάνει καλοκάγαθους αμνούς, ας την αφήσουμε να ρέψει στα συρτάρια και τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Το φάντασμα του Χρήστου, του κάθε Τσου­τσουβή σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη, στοιχειώνει τον ύπνο των βαστάζων της Εξουσίας. Δημιουργώντας παντού εστίες έντασης. Δεν είναι εύκολο. Ανακαλύπτοντας συνεχώς τις ανατρεπτικές δυσκολίες, παρατάμε στη νωθρότητα και τη πλήξη τους τις λογικές της αδράνειας και του πασιφισμού. Το μεμονωμένο να γενικευτεί. Και η γενίκευση να μη βρει ποτέ τελικά όρια, αντλώντας διαρκώς από το μίσος και την επιθυμία.
Δεν χρειάζεται, ούτε και πρόκειται να κατασκευάσουμε ήρωες. Ο επαναστάτης δεν είναι ιδιότητα, και πολύ περισσότερο δεν είναι εμπορεύσιμο είδος. Όταν οι ένστολοι έμμισθοι δούλοι του Κράτους σκότωναν τον Χρήστο, ασκούσαν το δικό τους εκβιασμό στη συνείδηση των καταπιεσμένων. Όμως ο θάνατος από τα πυρά της Εξουσίας είναι ένας τρόπος να της αντισταθείς. Ποια δύναμη γεννά και ωθεί τους επαναστάτες; Η ακύρωση της ζωής μέσα στους θεσμούς και τις αξίες πολιτισμού του Κράτους. Πώς θα ορίσουμε αυτό που γίνεται;
Θα οριστεί μόνο του. Το πρόβλημα δεν είναι το χάσιμο των αλυσίδων. Είμαστε όλοι απόκληροι και περιθωριοποιημένοι. Γι αυτό ακριβώς σαρκώνουμε το κέντρο της ιστορικής κοινωνικής δημιουργίας. Τα επαναστατικά υποκείμενα αυτοαποκαλύπτονται χωρίς προλόγους. Βία στη βία της εξουσίας. Σαν αντίδραση, σαν απάντηση, σαν θέση, σαν διαρκή πράξη. Αυτός ο διεστραμμένος και εγκληματικός κόσμος δεν αφήνει περιθώρια για νεκρώσιμες ρητορείες. Το μνημόσυνο των νεκρών συντρόφων θα τελεστεί στα αποκαΐδια των ανακτόρων της Κυριαρχίας. Είναι σαν παραμύθι γεμάτο δράκους. Η λογική του είναι βασισμένη στο έγκλημα.
Από τη σκοτωμένη ευαισθησία του εξουσιαζόμενου μαθητή μέχρι τη σκοτωμένη ζωή του Τσουτσουβή -όλα τα πράγματα σε τούτον το κωλόκοσμο κρύβουν έναν φόνο. Αν το αίμα είναι το νέκταρ και η αμβροσία των αφεντικών, ας πιουν και να χορτάσουν το δικό τους. Τα νεροπίστολα της ρητορικής έξαρσης δεν αρκούν. Το πρόβλημα της βίας το θέτει η ίδια η διαλεκτική της δόμησης του εξουσιαστή πολιτισμού. Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του κοινωνικού επαναστάτη Χρήστου Τσουτσουβή …και η επαναστατική μνήμη συνεισφέρει την ενέργειά της στην συγκρότηση των επαναστατικών προοπτικών.
(Δημοσιεύτηκε στην αναρχική εφημερίδα ENANTIA, αριθμός φύλλου 8, Ιούνης – Ιούλης 1990)
.


Αναδημοσίευση από : ΑΛΦΑ στερητικό

REQUIEM (στον Χρήστο Τσουτσουβή)


Συγγραφέας: 
Γιώργος Καραμπελιάς
Με­τά τον πρώ­το, τον Χρή­στο Κα­σί­μη, έ­νας δεύ­τε­ρος νε­κρός του α­ντάρ­τι­κου των πό­λε­ων στην Ελ­λά­δα, ο δεύ­τε­ρος Χρή­στος, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Και α­πό μια τρα­γι­κή σύ­μπτω­ση ή­ταν και σύ­ντρο­φοι, ο Τσου­τσου­βής βρέ­θη­κε δί­πλα στο Κα­σί­μη την ώ­ρα του θα­νά­του του. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα τον α­κο­λού­θη­σε πε­θαί­νο­ντας, ί­σως ό­πως θα ή­θε­λε, σε μια σύ­γκρου­ση με τους “μπά­τσους”, με το κρά­τος, το τό­σο μι­ση­τό. Κι αυ­τός ο θά­να­τος μάς α­φο­ρά ό­λους, ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής είναι κάποιος δικός μας, έ­να κομ­μά­τι α­πό ε­κεί­νη την α­ρι­στε­ρά που ε­δώ και εί­κο­σι χρό­νια ξε­ση­κώ­θη­κε σ’ ό­λο τον κό­σμο, θέ­λο­ντας να τον αλ­λά­ξει “ε­δώ και τώ­ρα”. Ο Χρή­στος ή­ταν έ­νας ε­πα­να­στά­της, έ­νας ε­πα­να­στά­της σε δύ­σκο­λους και­ρούς, σε και­ρούς μι­κρό­ψυ­χους, χω­ρίς α­νά­τα­ση, χω­ρίς ο­ρί­ζο­ντες και ό­ρα­μα.
Η “Λα­ϊ­κή Βί­α”
Σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με­τά την κρί­ση της ε­πα­να­στα­τι­κής α­πό­πει­ρας του 1968, και στην Ελ­λά­δα με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, ε­κα­το­ντά­δες και χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοί μας πή­ραν τον ί­διο δρό­μο. Δεν μπο­ρού­σαν να α­νε­χτούν έ­να κό­σμο ό­που το ε­πα­να­στα­τι­κό ό­ρα­μα, το ό­ρα­μα μιας ά­με­σης α­να­τρο­πής, α­να­βαλ­λό­ταν για μια α­κό­μα φο­ρά. Άλ­λοι πή­ραν το δρό­μο της “εν­σω­μά­τω­σης” –­οι πιο πολ­λοί–­ άλ­λοι προ­σπά­θη­σαν να διε­ρευ­νή­σουν νέ­ους δρό­μους και α­πό­πει­ρες για το τι μπο­ρεί να ση­μαί­νει ε­πα­νά­στα­ση στην ε­πο­χή του σο­σιαλ-κα­πι­τα­λι­σμού ή του ύ­στε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού. Τέ­λος, αρ­κε­τοί πή­ραν το δρό­μο του α­ντάρ­τη των πό­λε­ων.Θα­μπω­μέ­νοι α­πό τις μο­λό­τωφ που φω­τα­γώ­γη­σαν ό­λες τις πρω­τεύ­ου­σες της Δύ­σης στην δε­κα­ε­τί­α 60-70 και την Ελ­λά­δα του Πο­λυ­τε­χνεί­ου του ’73, μη ό­ντας δια­τε­θει­μέ­νοι να δε­χτούν την κα­θη­με­ρι­νή μι­ζέ­ρια, α­δυ­να­τώ­ντας να κα­τα­νο­ή­σουν την λο­γι­κή ε­νός μα­κρό­χρο­νου “πο­λέ­μου θέ­σε­ων”, πέ­ρα­σαν “α­ντί­κρυ”.
Και η πο­ρεί­α ή­ταν ί­δια για ό­λους αυ­τούς τους πα­λιούς συ­ντρό­φους μας. Ξε­κί­νη­σαν α­πό τους ερ­γα­τι­κούς και νε­ο­λαι­ί­στι­κους α­γώ­νες, α­πόρ­ρι­ψαν τους συμ­βι­βα­σμούς των συν­δι­κά­των και των ε­πί­ση­μων φο­ρέ­ων, α­πο­φά­σι­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τη βί­α σαν υ­πο­στή­ρι­ξη των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, μια βί­α “ό­χι ξε­κομ­μέ­νη α­πό τις μά­ζες, μια βί­α στην υ­πη­ρε­σί­α των μα­ζών”. Έ­τσι οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες που γί­νο­νται στην Ι­τα­λί­α, α­πό τις Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες και τις ορ­γα­νώ­σεις της αυ­το­νο­μί­ας, εί­ναι ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης των ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, με α­πα­γω­γή διευ­θυ­ντών, ξυ­λο­κό­πη­μα α­περ­γο­σπα­στών κ.λπ. Εί­ναι ε­νέρ­γειες μό­λις λί­γο πιο πά­νω α­πό την αυ­θόρ­μη­τη βί­α των ί­διων των ερ­γα­τών. Και στη Γαλ­λί­α, η “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” κά­νει την πρώ­τη με­γά­λη της ε­νέρ­γεια με την α­πα­γω­γή του διευ­θυ­ντή της Ρε­νώ. Στην Ελ­λά­δα, οι πρώ­τες ε­νέρ­γειες στη με­τα­πο­λί­τευ­ση έ­χουν σαν στό­χο τα α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα, τους πρά­κτο­ρες της CΙΑ, τους βα­σα­νι­στές και ε­πι­χει­ρή­σεις ό­που εί­χαν διε­ξα­χθεί ή συ­νε­χί­ζο­νταν ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες .
Στην Ελ­λά­δα έ­χου­με μια ι­διο­μορ­φί­α. Η ύ­παρ­ξη της δι­κτα­το­ρί­ας φέρ­νει ευ­ρύ­τε­ρα στρώ­μα­τα σε ε­πα­φή με την ε­πα­να­στα­τι­κή βί­α, με τις βόμ­βες ε­νά­ντια στη δι­κτα­το­ρί­α. Οι βόμ­βες μπαί­νουν τό­τε και α­πό με­τέ­πει­τα ευ­η­πό­λη­πτους πο­λί­τες, α­πό τη “Δη­μο­κρα­τι­κή Ά­μυ­να”, α­κό­μα και α­πό το ΠΑΚ και το ΠΑΜ. Ορ­γα­νώ­σεις σαν την “20 Ο­κτώ­βρη”, την ΛΕ­Α κ.λπ. προ­σπα­θούν να συ­στη­μα­το­ποι­ή­σουν τη λα­ϊ­κή βί­α, και εί­ναι προ­φα­νές ό­τι μια πι­θα­νή ε­πι­βί­ω­ση της χού­ντας με­τά το 1974 θα ο­δη­γού­σε σε  α­νά­πτυ­ξη του α­ντάρ­τι­κου. Ξαφ­νι­κά, με την κα­τάρ­ρευ­ση  στην Κύ­προ, έρ­χε­ται η με­τα­πο­λί­τευ­ση. Τι άλ­λα­ξε; Τί­πο­τε σχε­δόν, λε­ει ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά... και ο Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου, “αλ­λα­γή φρου­ράς του ι­μπε­ρια­λι­σμού”, ό­πως δια­κη­ρύσ­σει α­πό το ε­ξω­τε­ρι­κό.
Ε­πο­μέ­νως ο “α­γώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται”. Μό­νο που τώ­ρα διε­ξά­γε­ται σε νέ­ες συν­θή­κες. Συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης ερ­γα­τι­κών α­γώ­νων, συν­θή­κες α­νά­πτυ­ξης του α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμού, συν­θή­κες “τι­μω­ρί­ας των χου­ντι­κών”. Ε­κα­το­ντά­δες νέ­οι και πα­λιό­τε­ροι α­γω­νι­στές πα­ρεμ­βαί­νουν με ε­νέρ­γειες σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες. Και βέ­βαια με κέ­ντρο πά­ντα μια ι­δέ­α. “Ο λύ­κος την τρί­χα αλ­λά­ζει μό­νο, ό­χι τη φύ­ση του”. Η ελ­λη­νι­κή α­ντί­δρα­ση, ό­σο και αν προ­σπα­θεί να το παί­ξει “μο­ντέρ­να”, θα γυ­ρί­σει αρ­γά ή γρή­γο­ρα στα γνω­στά της μο­νο­πά­τια, της α­νοι­χτής κα­τα­στο­λής, της λι­τό­τη­τας, ί­σως και μιας νέ­ας χού­ντας. Τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, αυ­τές οι ε­πι­λο­γές έ­χουν μια ευ­ρύ­τα­τη λα­ϊ­κή συ­ναί­νε­ση. Η πλειο­ψη­φί­α του κό­σμου σκέ­φτε­ται και α­ντι­δρά­ει έ­τσι. Οι ερ­γα­τι­κοί α­γώ­νες, τα πρώ­τα χρό­νια με­τά την με­τα­πο­λί­τευ­ση, εί­ναι κά­ποιοι ν­ι­κη­φό­ροι και σκλη­ροί α­γώ­νες μέ­σα σε συν­θή­κες “πα­ρα­νο­μί­ας”, για τη συ­γκέ­ντρω­ση των πρώ­των υ­πο­γρα­φών για τα σω­μα­τεί­α. Ε­κεί­να τα χρό­νια, συ­χνά, ερ­γά­τες, μα­ζί με συ­ντρό­φους που τους βο­η­θά­νε, τι­μω­ρούν τα “α­φε­ντι­κά” και τους α­περ­γο­σπά­στες· στις α­περ­γίες της Λάρ­κο και του Νέ­ου Κόκ­κι­νου κό­βο­νται σύρ­ρι­ζα οι ε­λιές των α­περ­γο­σπα­στών και καί­γο­νται τα αυ­το­κί­νη­τα των χα­φιέ­δων. Σε ό­λες τις γει­το­νιές της Α­θή­νας, μι­κρές ο­μά­δες με στοι­χειώ­δη μέ­σα καίνε α­με­ρι­κά­νι­κα αυ­το­κί­νη­τα. Υ­πάρ­χει δη­λα­δή μια διά­χυ­τη λα­ϊ­κή βί­α. Εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι μέ­σα σε τέ­τοιες συν­θή­κες ζει και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, που μα­ζί με το Χρή­στο Κα­σί­μη και άλ­λους συ­ντρό­φους τους –ό­πως βγαί­νει πια α­πό τις α­να­κοι­νώ­σεις και τα στοι­χεί­α που έ­χουν δο­θεί– πα­ρεμ­βαί­νουν και κά­νουν έ­να με­γά­λο έρ­γο α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης γύ­ρω α­πό τους ερ­γα­τι­κούς α­γώ­νες και τις γε­νι­κότε­ρες εκ­δη­λώ­σεις λα­ϊ­κής βί­ας. Ε­ξάλ­λου δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι, το 1975 και 1976, στις 23 Ιού­λη και στις 25 Μά­η, σε ό­λη την Α­θή­να διε­ξά­γο­νται συ­γκρού­σεις α­νά­με­σα σε ερ­γά­τες και α­στυ­νο­μί­α, που τα κόμ­μα­τα κα­τα­δι­κά­ζουν βαφτίζοντας τους ερ­γά­τες α­ρι­στε­ρο­χου­ντι­κούς.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες δεν... υ­πάρ­χουν τρο­μο­κρά­τες. Α­κό­μα και ό­σοι έ­χουν μια τέ­τοια λο­γι­κή κι­νού­νται σαν το ψά­ρι στο νε­ρό, εί­ναι κομ­μά­τι ε­νός κι­νή­μα­τος. Γι’ αυ­τό και ό­ταν σκο­τώ­νε­ται ο βα­σα­νι­στής Μάλ­λιος α­πό την “17 Νο­έμ­βρη”, ε­μείς, η Ο­ΠΑ τό­τε, κυ­κλο­φο­ρού­με μια προ­κή­ρυ­ξη με τον τί­τλο “γεια στα χέ­ρια τους”, α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας την α­πο­στρο­φή της “Ά­κρας Α­ρι­στε­ράς” της ε­πο­χής, που “κα­τα­δι­κά­ζει” σύσ­σω­μη με α­να­κοι­νώ­σεις στις ε­φη­με­ρί­δες την “τρο­μο­κρα­τί­α”, ε­νώ βέ­βαια μπαί­νου­με στο α­στυ­νο­μι­κό στό­χα­στρο. Αυ­τό το κά­να­με τό­τε α­κρι­βώς για­τί δεν θε­ω­ρού­σα­με την ε­κτέ­λε­ση ε­νός βα­σα­νι­στή σαν τρο­μο­κρα­τι­κή πρά­ξη, έ­στω και αν γι­νό­ταν α­πό “τρο­μο­κρά­τες”, την θε­ω­ρού­σα­με σαν μια δί­και­η έκ­φρα­ση λα­ϊ­κής α­γα­νά­κτη­σης για την α­τι­μω­ρη­σί­α των βα­σα­νι­στών-δο­λο­φό­νων.
Να λοι­πόν το πραγ­μα­τι­κό κλί­μα ε­κεί­νης της ε­πο­χής. Μέ­σα σ’ αυ­τό κι­νεί­ται ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής. Που ε­γκα­τα­λεί­πει τις σπου­δές στο μα­κρι­νό Γκρατ­ς, και τους αιώ­νιους φοι­τη­τές του, για να έρ­θει στην Ελ­λά­δα, να αλ­λά­ξει την κοι­νω­νί­α, να συ­νε­χί­σει τον α­γώ­να που μό­λις άρ­χι­σε στα 1973, τον α­γώ­να για το “βά­θαι­μα” της με­τα­πο­λί­τευ­σης, ό­πως λέ­γα­με τό­τε, τον α­γώ­να για την ερ­γα­τι­κή ε­πα­νά­στα­ση. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται μπαί­νει σε ερ­γο­στά­σια, δου­λεύ­ει, συμ­βά­λλει στη γέν­νη­ση του ερ­γο­στα­σια­κού συν­δι­κα­λι­σμού, γνω­ρί­ζει τη λα­ϊ­κή βί­α.


Η α­ντί­στρο­φη πο­ρεί­α
Ό­μως, ό­πως έ­χου­με δεί­ξει τό­σες φο­ρές, ο Μά­ης του ’76 ή­ταν έ­να ο­ρό­ση­μο, ό­πως την ί­δια ε­πο­χή –Μά­η– οι ε­κλο­γές στην Ι­τα­λί­α. Στην Ελ­λά­δα το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα αρ­χί­ζει να υ­πο­χω­ρεί και στο πρώ­το πλά­νο θα πε­ρά­σουν σι­γά-σι­γά τα κόμ­μα­τα –­ιδιαί­τε­ρα α­πό τις ε­κλο­γές του 1977 και με­τά. Στην Ι­τα­λί­α, με τις ε­κλο­γές του 1976, ο­δη­γού­νται σε κρί­ση οι με­γα­λύ­τε­ρες ορ­γα­νώ­σεις της ά­κρας α­ρι­στε­ράς. Τώ­ρα πια και στις δυο χώ­ρες, με δια­φο­ρε­τι­κούς ρυθ­μούς και σε δια­φο­ρε­τι­κό ε­πί­πε­δο, α­νοί­γει μια πε­ρί­ο­δος κρί­σης με πολ­λα­πλές συ­νέ­πειες.
Το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα μπαί­νει σε μια πε­ρί­ο­δο υ­πο­χώ­ρη­σης και “ο­μα­λο­ποί­η­σης”, ο αυ­θόρ­μη­τος α­ντια­με­ρι­κα­νι­σμός με­τα­βάλ­λε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σε “φρά­ση”, κα­θώς η α­με­ρι­κά­νι­κη πα­ρου­σί­α υ­πο­χω­ρεί στην Ελ­λά­δα. Η πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση α­παι­τεί νέ­ους χώ­ρους και ε­πί­πε­δα. Ό­λη η ά­κρα α­ρι­στε­ρά, α­νέ­τοι­μη να α­ντι­με­τω­πί­σει τις νέ­ες συν­θή­κες του “εκ­συ­χρο­νι­σμού”, μπαί­νει σε κρί­ση, τό­σο οι “α­ντι­μπε­ρια­λι­στές” των δια­φό­ρων “μ-λ”, ό­σο και οι “ερ­γα­τι­στές”, τα δί­κτυα ερ­γα­τι­κής α­ντι­πλη­ρο­φό­ρη­σης και η Ο­ΠΑ. Για με­ρι­κά χρό­νια, δο­κι­μά­ζου­με να προ­ω­θή­σου­με μια “ο­μο­σπον­δί­α ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων” που θα κα­τα­λή­ξει στον ση­με­ρι­νό... Ο­ΒΕΣ υ­πό Πα­σο­κι­κό έ­λεγ­χο.
Σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες διε­ξά­γε­ται μια πά­λη για την κα­τεύ­θυν­ση που θα πρέ­πει να πά­ρει το ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα. Μια πά­λη που έ­χει σαν α­ντι­κεί­με­νό της, τό­τε, το ζή­τη­μα της “έ­νο­πλης πά­λης” και της βί­ας. Κά­τω α­πό την ώ­θη­ση και των α­ντί­στοι­χων ε­ξε­λί­ξε­ων στην Ι­τα­λί­α και τη Γερ­μα­νί­α, έ­να αυ­ξα­νό­με­νο κομ­μά­τι συ­ντρό­φων περ­νά­ει στη λο­γι­κή της “έ­νο­πλης πά­λης”. Ό­χι πια ε­νέρ­γειες υ­πο­στή­ρι­ξης της λα­ϊ­κής βί­ας, της “συ­στη­μα­το­ποί­η­σης” της λα­ϊ­κής βί­ας, αλ­λά ε­νέρ­γειες “αυ­τό­νο­μης ε­πα­να­στα­τι­κής βί­ας”, προ­ε­τοι­μα­σί­ας για το α­ντάρ­τι­κο πό­λε­ων. Σε ε­κεί­νο α­κρι­βώς το ση­μεί­ο αρ­χί­ζου­με την πο­λε­μι­κή και την α­ντι­πα­ρά­θε­σή μας με τους συ­ντρό­φους και διε­ξά­γου­με μια πά­λη για να κι­νη­θεί το κί­νη­μά μας σε πραγ­μα­τι­κούς κοι­νω­νι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς και ό­χι να πά­ρει α­διέ­ξο­δους δρό­μους μιας μά­χης έ­ξω και πέ­ρα α­πό τις μά­ζες. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται α­πό την α­να­κοί­νω­ση του “Ε­ΛΑ”, ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο Τσου­τσου­βής, αλ­λά και ο ί­διος ο Ε­ΛΑ, αρ­χί­ζουν να περ­νά­νε στη συ­στη­μα­το­ποί­η­ση της “έ­νο­πλης πά­λης”. Η δια­φω­νί­α μας με­γα­λώ­νει. Για δυο ή τρί­α χρό­νια δί­νου­με μια μακρό­χρο­νη σύ­γκρου­ση μέ­σα στο κί­νη­μα, σύ­γκρου­ση που μό­νο η α­στυ­νο­μί­α πα­ρα­κο­λου­θού­σε με τον τρό­πο της, γύ­ρω α­πό τον προ­σα­να­το­λι­σμό μας.
Αυ­τές οι α­ντι­θέ­σεις εκ­δη­λώ­νο­νται ό­λο και πιο συ­στη­μα­τι­κά γύ­ρω α­πό το θέ­μα της πά­λης ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α. Τό­τε κά­να­με μια α­νά­λυ­ση που έ­λε­γε πως η με­τα­πο­λί­τευ­ση α­πο­τε­λεί μια φά­ση “συ­ναί­νε­σης” και ό­χι κα­τα­στο­λής σαν κύ­ρια πλευ­ρά. Ε­πο­μέ­νως μια φά­ση ό­που η πά­λη του κι­νή­μα­τος ε­νά­ντια στην κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α μπο­ρεί να κερ­δη­θεί στο ε­πί­πε­δο των μα­ζών και των συμ­μα­χιών που μπο­ρού­με να κα­τα­κτή­σου­με. Α­ντί­θε­τα, η α­νά­λυ­ση των συ­ντρό­φων της “έ­νο­πλης πά­λης” ή­ταν πως το “κρά­τος εί­ναι κρά­τος”, δεν μπο­ρεί να κά­νει κα­μιά υ­πο­χώ­ρη­ση και ε­πο­μέ­νως εί­ναι μα­ταιο­πο­νί­α το να θέ­λει κα­νείς να το α­ντι­με­τω­πί­σει στο ε­πί­πε­δο της α­νοι­χτής πο­λι­τι­κής πά­λης. Δεν υ­πάρ­χει άλ­λος δρό­μος α­πό τη βί­αι­η και πα­ρά­νο­μη α­ντι­πα­ρά­θε­ση. Αυ­τή η δια­φο­ρά και δια­πά­λη παί­χτη­κε α­κρι­βώς στο ε­πί­πε­δο της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας και κα­τα­στο­λής. Και χά­θη­κε α­πό τους “έ­νο­πλους”. Η πρώ­τη α­ντι­πα­ρά­θε­ση έ­γι­νε γύ­ρω α­πό το ζή­τη­μα του Σε­ρί­φη –του συ­ντρό­φου ερ­γά­τη α­πό την Α­ΕG που φυ­λα­κί­στη­κε για 16 μή­νες με­τά την ε­νέρ­γεια που έ­γι­νε ε­κεί– (στην ο­ποί­α ό­πως μα­θαί­νουμε τώ­ρα συμ­με­τεί­χε και ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής μα­ζί με τον Χρή­στο Κα­σί­μη) με­τά την δο­λο­φο­νί­α των η­γε­τών της ΡΑΦ στα κε­λιά τους.
Υ­πο­στη­ρί­ζα­με τό­τε ό­τι εί­ναι δυ­να­τό αυ­τή η μά­χη να κερ­δη­θεί και η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α να α­ντι­με­τω­πι­στεί στο έ­δα­φος της πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης, γι’ αυ­τό και πι­στεύ­α­με πως ή­ταν δυ­να­τή η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη. Οι “έ­νο­πλοι σύ­ντρο­φοι” α­να­πτύσ­σουν μια άλ­λη λο­γι­κή –ό­πως βγαί­νει α­πό κεί­με­νά τους. Ό­χι, ο Σε­ρί­φης δεν εί­ναι δυ­να­τό να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί, η κα­μπά­νια της ε­πι­τρο­πής δεν έ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νο για να δη­μιουρ­γή­σει σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση ευ­νο­ϊ­κό κλί­μα για την έ­νο­πλη πά­λη, να φα­νεί η α­να­γκαιό­τη­τά της. Αυ­τή η δια­μά­χη συ­νε­χί­στη­κε και με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του Σε­ρί­φη και την πο­λι­τι­κή νί­κη που κέρ­δι­σε το κί­νη­μά μας. Ε­μείς, σαν Ο­ΠΑ αρ­χι­κά και σαν ΡΗ­ΞΗ στη συ­νέ­χεια, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το κύ­ριο βά­ρος της κρα­τι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Η α­στυ­νο­μί­α, εί­τε για­τί της ή­ταν βο­λι­κό, εί­τε για­τί εν μέ­ρει το πί­στευε, μας με­τα­βά­λλει στον κε­ντρι­κό της στό­χο μα­ζί με άλ­λους α­νορ­γά­νω­τους α­γω­νι­στές (ό­πως τον Βό­τση κ.λπ.). Σε κά­θε έ­νο­πλη ε­νέρ­γεια ει­σβά­λλουν με τα αυ­τό­μα­τα σπί­τι μας (α­πό τον Μπά­μπα­λη μέ­χρι τους Πέ­τρο και Στα­μού­λη), μας στή­νουν δε­κά­δες μι­κρό­φω­να, ε­γκα­θιστούν έ­ναν μπά­τσο σε σπί­τι α­πέ­να­ντι α­πό τα γρα­φεί­α μας για να φω­το­γρα­φί­ζει και κα­τα­λή­γουν με την ε­πι­χεί­ρη­ση “Χα­νιά”, που έ­φα­γε και τον ί­διο τον Μπάλ­κο. Σ’ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο λοι­πόν και μ’ αυ­τές τις συν­θή­κες της κα­θη­με­ρι­νής (κυ­ριο­λε­κτι­κά κα­θη­με­ρι­νής) α­ντι­πα­ρά­θε­σης με τους κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς κα­τα­στο­λής, α­γω­νι­ζό­μα­στε να α­πο­δεί­ξου­με την ορ­θό­τη­τα της ά­πο­ψής μας και το λα­θε­μέ­νο της έ­νο­πλης λο­γι­κής. Πράγ­μα­τι ή­ταν μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δος. Η α­στυ­νο­μί­α προ­σπα­θού­σε να μας κολ­λή­σει τον ρό­λο του τρο­μο­κρά­τη, ή να μας α­να­γκά­σει να με­τα­βλη­θού­με τε­λι­κά σε “τρο­μο­κρά­τες”, μπρο­στά στις κα­θη­με­ρι­νές της ε­πι­θέ­σεις, ή α­ντί­στρο­φα να υ­πο­χρε­ω­θού­με να κά­νου­με “δή­λω­ση με­τά­νοιας” και να πά­ψου­με να α­σχο­λού­μα­στε με την κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τί­α, ό­πως έ­κα­ναν ό­λοι οι α­ρι­στε­ρι­στές τό­τε, ε­κτός α­πό την Ο­ΣΕ και τον “Μα­χη­τή” σ’ έ­να βαθ­μό. Πα­ρά­δο­ξα, αυ­τή την προσ­δο­κί­α εί­χαν και οι σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου” α­γώ­να. Να πά­με εί­τε α­πό δω εί­τε α­πό κει, να πά­ψου­με με τη “με­σο­βέ­ζι­κη λο­γι­κή” μας να χα­λά­με την “πιά­τσα!”
Πι­στεύ­ου­με ό­τι σε ε­κεί­νη τη φά­ση τε­λι­κά η μά­χη κερ­δή­θη­κε και ο χώ­ρος μας, σε έ­να ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο, κα­τα­νό­η­σε την α­νά­γκη μιας α­νυ­πο­χώ­ρη­της μεν αλ­λά μα­κρό­χρο­νης και με ό­ρους μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος πο­λι­τι­κής πά­λης.
Ό­μως, έ­τσι, η ο­ποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή σχέ­ση με τους “συ­ντρό­φους του έ­νο­πλου” έ­γι­νε α­κό­μα πιο μα­κρι­νή.
Εί­ναι προ­φα­νές. Μέ­σα στις νέ­ες συν­θή­κες που ο­δη­γού­σαν στην ά­νο­δο του ΠΑ­ΣΟΚ στην ε­ξου­σί­α, που σή­μαι­ναν έ­να νέ­ο άλ­μα στη συ­ναι­νε­τι­κή πο­λι­τι­κή, μια έ­νο­πλη λο­γι­κή δεν μπο­ρού­σε πια να έ­χει στοι­χειώ­δεις δυ­να­τό­τη­τες μα­ζι­κό­τη­τας, υ­πο­χρε­ω­τι­κά θα έ­πρε­πε να κα­τα­φύ­γει σε α­κό­μα βα­θύ­τε­ρο κό­ψι­μο α­πό τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τε­λειώ­νει και η δεύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δος του “έ­νο­πλου”, η με­τα­βα­τι­κή, για να πε­ρά­σου­με στην τρί­τη, στη φά­ση της “τρο­μο­κρα­τί­ας”.


Η ψυ­χή της “τρο­μο­κρα­τί­ας”
Τώ­ρα πια η ο­ρι­στι­κή α­πο­μά­κρυν­ση του έ­νο­πλου κι­νή­μα­τος α­πό τις κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες α­πο­δεί­χνε­ται α­πό την ί­δια τη φύ­ση των ε­νερ­γειών. Δεν πρό­κει­ται πλέ­ον για ε­νέρ­γειες που έ­χουν σχέ­ση με τις δια­δι­κα­σί­ες κι­νή­μα­τος, ή που έ­στω α­να­φέ­ρο­νται “α­πό μα­κριά” σ’ αυ­τό. Πρό­κει­ται για ε­νέρ­γειες που σκο­πεύ­ουν στο γε­νι­κό πο­λι­τι­κό πε­δί­ο με το ί­διο το αυ­τό­νο­μο α­πο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κό πε­ριε­χό­με­νό τους. Η 17 Νο­έμ­βρη δρα πλέ­ον σε έ­να ε­πί­πε­δο “γε­νι­κής πο­λι­τι­κής”, Α­με­ρι­κά­νοι, Μομ­φε­ρά­τος κ.λπ., ε­νώ α­κό­μα και άνθρωποι που είναι δεμένοι με ενέργειες “συμ­βο­λι­κού τύ­που”, ό­πως ο Χρή­στος Τσου­τσου­βής, περ­νούν σε ορ­γά­νω­ση “ε­κτε­λέ­σε­ων”, ό­πως ο Θε­ο­φα­νό­που­λος (αν ι­σχύ­ει βέ­βαια η α­στυ­νο­μι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση). Η πο­ρεί­α εί­ναι πα­ρό­μοια με την α­ντί­στοι­χη ε­ξέ­λι­ξη των ορ­γα­νώ­σε­ων του ε­ξω­τε­ρι­κού, που έ­χει πε­ρι­γρά­ψει ο Κλά­ιν, πα­λιό μέ­λος της “2 Ιού­νη”.
Η ί­δια η δια­δι­κα­σί­α της α­ντι­πα­ρά­θε­σης σπρώ­χνει ό­λο και πιο βα­θειά στην πα­ρα­νο­μί­α, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό τον συν­δυα­σμό μα­ζι­κού α­γώ­να και έ­νο­πλης πά­λης, ό­λο και πιο μα­κριά α­πό ο­ποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σί­α κι­νή­μα­τος. Μέ­σα σε 10 χρό­νια α­πό την πτώ­ση της χού­ντας, έ­να κί­νη­μα που ξε­κί­νη­σε α­πό α­πλή “συ­στη­μα­το­ποί­η­ση” των ε­νερ­γειών λα­ϊ­κής α­ντί­στα­σης με­τα­βάλ­λε­ται σε έ­να δί­κτυο στε­γα­νών ορ­γα­νώ­σε­ων έ­ξω και πέ­ρα α­πό ο­ποιο­δή­πο­τε κί­νη­μα, που πα­ρεμ­βαί­νουν στην πο­λι­τι­κή σκη­νή “αυ­τό­νο­μα” με κά­ποιες πο­λι­τι­κές δο­λο­φο­νί­ες που οι ί­διες α­πο­φα­σί­ζουν και ε­κτε­λούν, για­τί βέ­βαια ό­σο πιο ξε­κομ­μέ­νος εί­σαι α­πό το πραγ­μα­τι­κό κί­νη­μα τό­σο “α­νώ­τε­ρες” ε­νέρ­γειες χρειά­ζε­σαι.


Χρή­στος Τσου­τσου­βής
Και ο Χρή­στος μέ­σα σ’ αυ­τά; Φα­ντα­ζό­μα­στε πως α­κο­λού­θη­σε αυ­τή την πο­ρεί­α, μ’ ό­λη την τρα­γι­κό­τη­τα, την α­πο­μό­νω­ση, την σχι­ζο­φρέ­νεια που μπο­ρεί να έ­χει. Ό­λο και πιο α­πο­μο­νω­μέ­νος α­πό πα­λιούς συ­ντρό­φους, α­πό κι­νή­μα­τα, α­πό συγ­γε­νείς και φί­λους, υ­πο­χρε­ω­τι­κά ό­λο και πιο μο­να­χι­κός, έ­χο­ντας σαν α­πο­κλει­στι­κό ση­μεί­ο α­να­φο­ράς την μι­κρή ο­μά­δα, βα­δί­ζο­ντας σαν α­πό πεί­σμα σε έ­να δρό­μο α­διέ­ξο­δο, ε­νώ γύ­ρω ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ροι τον ε­γκα­τέ­λει­παν. Και αυ­τός, έ­να παι­δί α­πό α­γρο­τι­κή προ­έ­λευ­ση, που πα­ρά­τη­σε την Αυ­στρί­α για να κά­νει την “ε­πα­νά­στα­ση”, ό­πως ό­λοι μας, ί­σως με με­γα­λύ­τε­ρο πά­θος α­πό μας τους υ­πό­λοι­πους που μπο­ρέ­σα­με να “προ­σαρ­μο­στού­με”, κυ­νηγούσε έ­να “ά­πια­στο ό­νει­ρο”, την ε­πα­νά­στα­ση, αλ­λά ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο την συ­γκί­νη­ση της ά­με­σης, της σω­μα­τι­κής α­ντι­πα­ρά­θε­σης, την συ­γκί­νη­ση της ε­πα­φής με τον ε­χθρό, τον κίν­δυ­νο. Ε­νώ γύ­ρω του ό­λοι το ρί­χναν στα ου­ζά­δι­κα, την ι­διώ­τευ­ση, την έ­ντα­ξη στην ε­ξου­σί­α, ο Χρή­στος συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει μια άλ­λη ε­πα­νά­στα­ση, συ­νέ­χι­ζε να κυ­νη­γά­ει την ε­πα­νά­στα­ση “ε­δώ και τώ­ρα”.
Εί­ναι γνω­στό σε ό­λους ό­τι ε­μείς, α­πό τη “Ρή­ξη”, έ­χου­με τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο ε­νά­ντια στους “πα­λιούς συ­ντρό­φους” του έ­νο­πλου και έ­χου­με ε­πι­ση­μά­νει ό­τι, στο σύ­νο­λο της Ευ­ρώ­πης, πολ­λά α­πό τα δί­κτυα των τρο­μο­κρα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων –ό­πως πια ο­νο­μά­ζου­με τις πα­λιές έ­νο­πλες ορ­γα­νώ­σεις– έ­χουν με­τα­βλη­θεί στη χει­ρό­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση σε ε­νερ­γού­με­να, ά­με­σα ή έμ­με­σα, υ­πη­ρε­σιών των δια­φό­ρων δυ­νά­με­ων, εί­τε του Κα­ντά­φι, εί­τε μέ­σω των Πα­λαι­στι­νί­ων και της “λο­γι­στι­κής υ­πο­στή­ρι­ξης”, υ­πη­ρε­σιών των Α­να­το­λι­κών χω­ρών, της Περ­σί­ας κ.λπ., ε­νώ στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση χρη­σι­μο­ποιού­νται α­πό διά­φο­ρες πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις, ά­σχε­τα με τις προ­θέ­σεις τους, για­τί ό­ταν δεν έ­χεις κα­μιά πο­λι­τι­κή μα­ζι­κή πα­ρέμ­βα­ση, τό­τε τις ε­νέρ­γειές σου τις χρη­σι­μο­ποιεί κά­ποιος άλ­λος.
Έ­χου­με ε­πι­τε­θεί με τον πιο βί­αιο τρό­πο στην τρο­μο­κρα­τι­κή λο­γι­κή, σαν λο­γι­κή που δια­γρά­φει την ί­δια την κί­νη­ση των μα­ζών και ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται στη λο­γι­κή της θέ­λη­σης της ο­μά­δας. Η ο­μά­δα και οι ε­πι­λο­γές της γί­νο­νται ο ομ­φα­λός της γης, ε­νώ οι μά­ζες, ο λα­ός για τον ο­ποί­ο υ­πο­τί­θε­ται γί­νε­ται η ε­πα­νά­στα­ση, πα­ρα­κο­λου­θούν ό­χι μό­νο απ’ έ­ξω, ό­πως έ­γρα­φε ο Λέ­νιν για την τρο­μο­κρα­τί­α, αλ­λά και συ­χνά ε­νά­ντια στους “πρω­το­πό­ρους”.
Ό­μως αυ­τή η σκλη­ρή πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή μας, που φτά­νει να λέ­με στην τε­λευ­ταί­α μας προ­κή­ρυ­ξη πως πο­λι­τι­κά δεν τους θε­ω­ρού­με πια συ­ντρό­φους, δεν α­ναι­ρεί ό­τι, στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο, ο θά­να­τος του Χρή­στου ή­ταν ο θά­να­τος ε­νός δι­κού μας. [ ]
Ε­μείς μπο­ρού­με να μι­λά­με μ’ αυ­τό τον τρό­πο για το έ­νο­πλο, για­τί ξέ­ρου­με για τι πράγ­μα μι­λά­με, για­τί έ­χου­με νιώ­σει την ι­σχυ­ρή πί­ε­ση να με­τα­βλη­θού­με σε “εκ­δι­κη­τές”, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει τις κα­θη­με­ρι­νές δο­λο­φο­νί­ες-α­τυ­χή­μα­τα των α­φε­ντι­κών, για­τί έ­χου­με γνω­ρί­σει την κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή, για­τί, στο κά­τω-κά­τω της γρα­φής, σύ­ντρο­φοί μας σ’ ό­λο τον κό­σμο ή­ταν ε­κεί­νοι πού πή­ραν αυ­τό το δρό­μο. Για­τί σύ­ντρο­φοι μας ή­ταν στη Γαλ­λί­α αυ­τοί που πή­ραν το δρό­μο του έ­νο­πλου, πα­λιοί της “Προ­λε­τα­ρια­κής Α­ρι­στε­ράς”· ο Κούρ­τσιο και οι δι­κοί του που έ­κα­ναν τις “Ε­ρυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες” ή­ταν πα­λιοί σύ­ντρο­φοι που εί­χαν δη­μιουρ­γή­σει το 1970 την “Προ­λε­τα­ρια­κή Α­ρι­στε­ρά” στην Ι­τα­λί­α –για­τί η “Πρώ­τη Γραμ­μή” βγή­κε α­πό την Ορ­γά­νω­ση “Συ­νε­χής Α­γώ­νας” (Λότ­τα Κο­ντί­νουα) και στην συ­νέ­χεια τό­σες άλ­λες α­πό την “Εργα­τι­κή Αυ­το­νο­μί­α”. Ε­πει­δή στην Ελ­λά­δα έ­χου­με πα­λέ­ψει και μεις στην κα­τεύ­θυν­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της ερ­γα­τι­κής α­ντί­στα­σης τα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια, ε­πει­δή, υ­πάρ­χουν α­τέ­λειω­τα ε­πει­δή· για ό­λους αυ­τούς τους λό­γους πι­στεύ­ου­με πως μπο­ρού­με να μι­λά­με πο­λι­τι­κά και να κρι­τι­κά­ρου­με με τον πιο βί­αιο τρό­πο κά­ποιους που υ­πήρ­ξαν σύ­ντρο­φοί μας, αλ­λά α­πό την άλ­λη να ε­ξα­κο­λου­θού­με να θε­ω­ρού­με συ­ντρό­φους μας στο προ­σω­πι­κό ε­πί­πε­δο αυ­τούς που πή­ραν το δρό­μο της τρο­μο­κρα­τί­ας και έ­πε­σαν ό­πως ο σύ­ντρο­φος Χρή­στος. Για­τί ξέ­ρου­με πως στη θέ­ση του θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε ε­μείς οι ί­διοι, εί­ναι κομ­μά­τι α­πό μας.
Για­τί ξέ­ρου­με τε­λι­κά πως το α­διέ­ξο­δο του συ­ντρό­φου Χρή­στου ή­ταν το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης, το α­διέ­ξο­δο μιας ο­ρι­σμέ­νης α­ντί­λη­ψης του Λε­νι­νι­σμού και της πρω­το­πο­ρί­ας, α­διέ­ξο­δο που βιώ­σα­με με τον πιο έ­ντο­νο τρό­πο χι­λιά­δες σύ­ντρο­φοι σ’ ό­λη την Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη.


Το α­διέ­ξο­δο μιας α­ντί­λη­ψης
Εί­ναι το α­διέ­ξο­δο μιας ο­λό­κλη­ρης α­ντί­λη­ψης για την πρω­το­πο­ρί­α και την ε­πα­νά­στα­ση. Μιας α­ντί­λη­ψης που θε­ω­ρεί πως στην Ευ­ρώ­πη εί­ναι σή­με­ρα δυ­να­τή μια δια­δι­κα­σί­α ε­πα­νά­στα­σης ό­που μια πρω­το­πο­ρί­α θα α­νοί­ξει το δρό­μο της έ­νο­πλης α­να­τρο­πής του κα­θε­στώ­τος, και οι μά­ζες θα πει­στούν, μιας α­ντί­λη­ψης που δεν έ­χει κα­τα­νο­ή­σει πως, ό­σο οι μά­ζες δεν βλέ­πουν οι ί­διες με την πεί­ρα τους πως δεν έ­χουν κα­νέ­ναν άλ­λο δρό­μο ε­κτός α­πό την βί­αι­η ε­πα­νά­στα­ση και την έ­νο­πλη ε­ξέ­γερ­ση, τό­τε δεν υ­πάρ­χει κα­μιά δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­τι­κής α­να­τρο­πής. Και σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, ε­δώ και του­λά­χι­στον 40 χρό­νια, δεν υ­πάρ­χει τέ­τοια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ε­μείς που, με το κί­νη­μα της δε­κα­ε­τί­ας του 60-70, πι­στέ­ψα­με πως αυ­τή η με­γά­λη η “έ­νο­πλη” ε­πα­νά­στα­ση, η με­γά­λη α­να­τρο­πή εί­ναι και πά­λι δυ­να­τή, νιώ­σα­με πά­νω το πε­τσί μας το α­διέ­ξο­δο αυ­τού του δρό­μου. Α­διέ­ξο­δο που το βιώ­σα­με και με τον θά­να­το συ­ντρό­φων μας, τό­σων συ­ντρό­φων μας σ’ ό­λη την Ευ­ρώ­πη, με τον θά­να­το του Χρή­στου Κα­σί­μη αρ­χι­κά, του Χρή­στου Τσου­τσου­βή τώ­ρα. [ ]
Πι­στεύ­ου­με πως σή­με­ρα δεν αρ­μό­ζει μια νε­κρο­λο­γί­α για το θά­να­το του Χρή­στου Τσου­τσου­βή, αλ­λά η συ­νέ­χεια ε­νός α­γώ­να, ε­νός α­γώ­να που δεν θα ο­δη­γεί τους κα­λύ­τε­ρους και τους πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νους συ­ντρό­φους σε δρό­μους α­διέ­ξο­δους. Για­τί έ­τσι συμ­βαί­νει. Κά­θε φο­ρά –και το ξέ­ρου­με– ε­πι­βιώ­νουν ό­χι οι κα­λύ­τε­ροι, αλ­λά ε­κεί­νοι που ξέ­ρουν να ε­λίσ­σο­νται, οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας χά­νο­νται με τον έ­να ή άλ­λο τρό­πο. Ε­δώ και χρό­νια α­κο­λου­θού­με έ­να ό­ρα­μα. Ί­σως ά­πια­στο πως οι κα­λύ­τε­ροι σύ­ντρο­φοί μας δεν θα μπουν σε δρό­μους προ­σω­πι­κούς και α­διέ­ξο­δους, αλ­λά θα ε­ντά­ξουν το δυ­να­μι­κό τους στην πραγ­μα­τι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση που γί­νε­ται σή­με­ρα, ε­δώ και τώ­ρα, πως άν­θρω­ποι σαν τον Χρή­στο και τους συ­ντρό­φους του θα βρί­σκο­νται α­νά­με­σα στο λα­ό, ε­κεί που α­νή­κουν, και θα χρη­σι­μο­ποιούν το κα­τα­πλη­κτι­κό δυ­να­μι­κό τους για την ε­πα­νά­στα­ση σή­με­ρα, για την ε­πα­νά­στα­ση μα­ζί με τις μά­ζες. [ ]
Και θέ­λω να πι­στεύ­ω πως οι σύ­ντρο­φοί του αυ­τό το δί­δαγ­μα θα βγά­λουν, σή­με­ρα ό­σο δεν εί­ναι αρ­γά, θα κα­τα­νο­ή­σουν το α­διέ­ξο­δο ε­νός δρό­μου, θα κα­τα­νο­ή­σουν πως αυ­τός ο δρό­μος τούς ο­δη­γεί στα ό­ρια του τρα­γι­κού, της α­πο­μό­νω­σης και της χρη­σι­μο­ποί­η­σης, τους ο­δη­γεί στο να εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται την μέ­χρι τη θυ­σί­α πά­λη τους οι α­κρι­βώς α­ντί­θε­τες δυ­νά­μεις. Σή­με­ρα εί­ναι μια κομ­βι­κή στιγ­μή. Αυ­τοί οι σύ­ντρο­φοι μπο­ρούν α­κό­μα να αλ­λά­ξουν πο­ρεί­α, για­τί αύ­ριο θα εί­ναι αρ­γά, μια και δεν θα υ­πάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα ε­πι­στρο­φής.
Εί­ναι α­κό­μα α­νοι­χτός ο δρό­μος του α­γώ­να ε­δώ, μέ­σα στις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής και πά­λης σή­με­ρα, δε­κα­πέ­ντε χρό­νια πριν το 2000, για την α­πόρ­ρι­ψη της “ε­πα­να­στα­τι­κής σχι­ζο­φρέ­νειας”. Εί­ναι α­ντί­στρο­φα βέ­βαιο ό­τι, αν οι σύ­ντρο­φοι συ­νε­χί­σουν αυ­τό το δρό­μο, θα εί­μα­στε πο­λι­τι­κά α­ντί­πα­λοι, και α­ντί­πα­λοι κά­θε­τοι, χω­ρίς κα­μιά τα­λά­ντευ­ση.
Το ξα­να­λέ­με, ε­πει­δή έ­χου­με γνω­ρί­σει αυ­τή τη λο­γι­κή, ε­πει­δή έ­χου­με δει τις συ­νέ­πειες του “έ­νο­πλου” στην Ι­τα­λί­α, ή τη Γερ­μα­νί­α, την Α­με­ρι­κή κ.λπ., ε­πει­δή ξέ­ρου­με τι τε­ρά­στιες κα­τα­στρο­φές προ­κά­λε­σε στο κί­νη­μα, ε­πει­δή αυ­τό το κί­νη­μα το θε­ω­ρού­με σάρ­κα α­πό την ί­δια τη σάρ­κα μας, δεν πρό­κει­ται να έ­χου­με κα­μιά στά­ση “συ­νο­δοι­πό­ρου”, ό­πως έ­χουν διά­φο­ροι σύ­ντρο­φοι που, είτε γιατί είναι νεώτεροι είτε γιατί ή­ταν μα­κριά απ’ αυ­τό το φαι­νό­με­νο δεν έ­χουν γνω­ρί­σει τις κα­τα­στρο­φές που προ­κά­λε­σε, σε ε­πί­πε­δο προ­σω­πι­κό και συλ­λο­γι­κό. Ε­μείς, σύ­ντρο­φοι του “έ­νο­πλου”, ε­πει­δή δεν νιώ­θου­με συ­νο­δοι­πό­ροι, ε­πει­δή έ­χου­με την ί­δια προ­έ­λευ­ση, θα εί­μα­στε οι πιο α­πό­λυ­τοι απ’ ό­λους. Ε­νώ, και το ξέ­ρε­τε, εί­μα­στε ε­κεί­νοι που βρε­θή­κα­με πιο κο­ντά σας, σα λο­γι­κή, γι’ αυ­τό ί­σως εί­μα­στε και οι πιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι να α­ντι­πα­λέ­ψου­με τη λο­γι­κή σας, στο βαθ­μό που δεν α­φο­ρά­ει μό­νο την προ­σω­πι­κή σας ζω­ή και μοί­ρα, αλ­λά την κα­τεύ­θυν­ση ε­νός ο­λό­κλη­ρου κι­νή­μα­τος.
Έ­τσι λοι­πόν ο θά­να­τος του Χρή­στου εί­ναι έ­να ση­μεί­ο προ­βλη­μα­τι­σμού, έ­να ση­μεί­ο που ελ­πί­ζου­με δεν θα ο­δη­γή­σει σε α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη α­πο­μά­κρυν­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα σε μια τρα­γι­κή βε­ντέ­τα, αλ­λά α­ντί­στρο­φα θα α­πο­τε­λέ­σει έ­να ση­μεί­ο ε­πι­στρο­φής για πολ­λούς συ­ντρό­φους. Σύ­ντρο­φοι, δεν εί­ναι α­νά­γκη να ε­πα­να­λά­βου­με τα ί­δια λά­θη, έ­χου­με την ι­στο­ρι­κή ευ­και­ρί­α να μά­θου­με α­πό τα λά­θη των άλ­λων.

Γεια χα­ρά, Χρή­στο.

Μά­ης 1985  
Αναδημοσίευση από : ΑΡΔΗΝ / ΡΗΞΗ

Κείμενο Ν. Ρωμανού - "Η πολεμική της αξιοπρέπειας"

 Με επιστολή του, ο προφυλακισμένος Νίκος Ρωμανός, που κατηγορείται για συμμετοχή στους «Πυρήνες της Φωτιάς» αναλαμβάνει πολιτική και ποινική ευθύνη για επιθέσεις, υποστηρίζει ότι μόνος δράστης σε ορισμένες από αυτές ήταν ο ίδιος και αρνείται να εμφανιστεί στον ανακριτή για να απολογηθεί για νέες επιθέσεις που του καταλογίζονται.  


       «Η πολεμική της αξιοπρέπειας»

   “ Και κάποτε θα σας πω πόσο πολύ σας αγάπησα, μόνο που πρέπει να με βρείτε τον ίδιο προσωπικά.
‘Όπως ο δήμιος… πότιζα εγώ τα ρόδα της συμπόνιας μες στον ύπνο τους εγώ, ένας άρρωστος εκ πεποιθήσεως, ένας ιδιοφυής της δυστυχίας (που τίναξα κάποτε τα μυαλά μου για μία ωραιότερη εποχή) κι ίσως τα δάκρυα μας πηγαίνουν πιο μακρία από τα όνειρα.
Καθώς βράδιαζε έπρεπε να ξαναβρίσκω όλη μου την αθωότητα για να μπορούνε τα άστρα να ‘ναι εκεί στην ώρα τους.
Και συνήθως σκοτώνουμε το παρόν με τον φόβο ή την τύψη μα πιο πολύ με τ’ όνειρο. “

 Τάσος Λειβαδίτης


   Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να ρίξει γέφυρες επικοινωνίας με όλους τους συντρόφους που διατηρούν το στοίχημα της καταστροφής ανοιχτό, να δώσει ζωή στις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου που μέσα από αυτές τις γραμμές ταξιδεύουν και συναντιούνται με ανθρώπους που όπως και εγώ πιστεύουνε πως μονάχα μέσα από συνεχή αγώνα μπορούμε να κερδίσουμε πίσω την ζωή μας με τους δικούς μας όρους.
Έναν συνεχή αγώνα που εκδηλώνεται με χίλιους διαφορετικούς τρόπους που κατευθύνονται σε έναν σκοπό.
Με οργισμένες φωνές και συγκρούσεις στις διαδηλώσεις, με μολύβι και χαρτί πάνω στα οποία αποτυπώνονται επικίνδυνες σκέψεις, με συζητήσεις και εκμυστηρεύσεις με τις οποίες χτίζονται συντροφικές σχέσεις ζωής, με όπλα, με βόμβες και με φωτιά που εκδικούνται έναν ολόκληρο κόσμο που μας έριξε στο κενό.
Ένα απελπισμένο ταξίδι ελευθερίας με συνοδοιπόρους το πείσμα και την «τρέλα» όλων εκείνων που αποφάσισαν να ρισκάρουν και να βαδίσουν ενάντια στις πιθανότητες πολεμώντας την ίδια τους την μοίρα.
Σε αυτό το ταξίδι, η ατομικότητα είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο οικοδομείται η απελευθερωτική πάλη, όντας η πνευματική βάση με την οποία συλλογικοποιούνται οι ανατρεπτικές διαθέσεις πρέπει να απορρίψει λογικές αυθεντίας και να αφεθεί στην καταιγίδα των μεγάλων εσωτερικών αλλαγών που εξωτερικεύονται μέσω της εξέλιξης στην πράξη.
Γνωρίζοντας πως είμαστε μολυσμένοι από τα κατάλοιπα ενός άρρωστου κόσμου οι εσωτερικές συγκρούσεις που διεξάγονται στην ξέφρενη πορεία της ζωής μας είναι μάχες ενάντια στην καθημερινή αλλοτρίωση που δεχόμαστε ζώντας μέσα σε εχθρικά περιβάλλοντα. Η απέχθεια για τις συμβάσεις που είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε για να επιβιώσουμε, ο προβληματισμός για τα αδιέξοδα που παραμονεύουν, ο πόλεμος ενάντια στον φόβο, η σκληρή παραδοχή ότι ο κόσμος του αγώνα δεν είναι τελικά τόσο «καθαρός» όσο θέλει να φαίνεται.
Γιατί οι αναρχικοί δεν είναι ούτε στρατιώτες που θυσιάζονται για ένα σκοπό, ούτε θεματοφύλακες μίας δήθεν υποκειμενικής αλήθειας που επιβάλλεται ως η μόνη αντικειμενική.
Μακριά από μένα το επαναστατικό μάρκετινγκ και το προφίλ του πιο σκληρού, του πιο «κακού», του ποιος είναι ποιο επαναστάτης.


                               « Μερικά σχόλια σχετικά με τις νέες διώξεις…»

   Πριν κάποιο καιρό μου ήρθε κλήση για να παραστώ στους ιεροεξεταστές Μόκα- Νικόπουλο ώστε να απολογηθώ για μια νέα υπόθεση με βάση τα ευρήματα από τα σπίτια που εισβάλανε οι μπάτσοι μετά την σύλληψη μας .
Η υπόθεση αυτή αφορά την συμμετοχή μας σε εμπρησμούς και ληστείες τραπεζών με βάση «ταυτοποιημένα» DNA και δήθεν αναγνωρίσεις τραπεζικών υπαλλήλων.
 Όσον αφορά εμένα δεν κατηγορούμαι για κάποια από τις ληστείες τραπεζών παρά μόνο για εμπρηστικές επιθέσεις από την FAI- Φωτιές στον Ορίζοντα, FAI- Μονάδα Φωτιά στα Κάτεργα, Πύρινες Σκιές και την  Μαχόμενη Μειοψηφία.
Ταυτόχρονα με βάση ένα αποτύπωμα μου σε ένα μπουκάλι μπύρας στο σπίτι παραγωγής νέων διώξεων στο Χαλάνδρι σχηματίζεται νέα δικογραφία για μένα και  προφυλακίζομαι (αφού δεν εμφανίστηκα στους ανακριτές για να απολογηθώ) για 4η φορά (*) για τις τρεις βομβιστικές επιθέσεις της Σ.Π.Φ. (Κατσέλη, Χυνοφώτης, Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης).
   Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια έχει εγκαινιάσει μια νέα κατασταλτική τακτική εναντίων των αναρχικών αιχμαλώτων. Τεμαχίζει τις εκάστοτε υποθέσεις σχηματίζοντας διαρκώς νέες δικογραφίες με στόχο να εξασφαλίσει όσες περισσότερες και μεγαλύτερες καταδίκες μπορεί από την κάθε υπόθεση ώστε να παρατείνει στο μέγιστο τον χρόνο παραμονής μας στην φυλακή.  Άλλωστε την στιγμή που μιλάμε κρατούμαστε με τριπλές, τετραπλές έως και εξαπλές προφυλακίσεις. Έτσι από την μια εφαρμόζεται στην πράξη η πολύχρονη φυλάκιση χωρίς δίκη ξεπερνώντας τα νομικά εμπόδια του πρόσφατου παρελθόντος και από την άλλη προετοιμάζεται η ποινική εξόντωση μας με δεκάδες χρόνια φυλακής από την κάθε υπόθεση.
Ακριβώς πάνω σε αυτό το γεγονός, δηλαδή στην σκλήρυνση της ποινικής καταστολής έχει ιδιαίτερη σημασία να επιμείνουμε στις αντιδικαστικές πρακτικές μας αποφεύγοντας την παγίδα της επίκλησης των δικαιωμάτων μας και των νομικών μας υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος.
Όπως συμβαίνει και με κάθε αναρχική δράση έτσι και τώρα η αξία της επιλογής συγκρούεται με τις συνέπειες ανοίγοντας αντιθεσμικά ρήγματα στην κοινωνική μηχανή. 
Με σημαντική εξαίρεση όταν προκύπτουν πιθανότητες άμεσης απελευθέρωσης όπου η στρατηγική της άμεσης εξαπάτησης του εχθρού υπερβαίνει την πολιτική ήττα μιας μακροχρόνιας πολιτικής ηττοπάθειας.
Το κράτος βλέπει ότι παρά την αιχμαλωσία μας δεν είμαστε διατεθειμένοι να υψώσουμε λευκή σημαία, ούτε να στρογγυλέψουμε τις προθέσεις μας και συνεχίζουμε να στηρίζουμε και να προωθούμε την βίαιη επίθεση εναντίων του μέσα και έξω από τα τείχη, χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Με βάση αυτή μας την απόφαση λοιπόν συνεχίζει την κατασταλτική του επίθεση τροποποιώντας τα μέσα που χρησιμοποιεί. Από το κυνήγι της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και των μπάτσων, στις συνεχείς αντιτρομοκρατικές διώξεις, τις χιλιάδες σελίδες δικογραφιών, τα ειδικά δικαστήρια και προσεχώς τις ειδικές συνθήκες κράτησης. Από την αστυνομική στην αναβαθμισμένη ποινική καταστολή.
Η καταστολή του κράτους, δηλαδή η επιλογή του να σπείρει τον φόβο με κάθε πιθανό τρόπο κερδίζει έδαφος μονάχα όταν βρεθεί αντιμέτωπη με την απάθεια και την παραίτηση. Αυτές είναι οι επιλογές των θρασύδειλων και ηλίθιων σύμμαχων του εξουσιαστικού συμπλέγματος που επιβραβεύονται.
Για αυτό και η καπιταλιστική κοινωνία θρέφει με τις αιμοβόρες αξίες της ανθρώπους ανίκανους, άπληστους και υποκριτές πνιγμένους στην σύγχυση και την εξατομίκευση του σύγχρονου κόσμου.
Ακριβώς για αυτό αντιτάσσουμε την όξυνση του αγώνα μέσα στον οποίο γεννιούνται ελεύθερα συναισθήματα και ανθρώπινες σχέσεις απαλλαγμένες (στο βαθμό του εφικτού) από την κυρίαρχη κουλτούρα.
Έτσι πιστεύω ότι ακόμα και σαν αιχμάλωτοι δεν πρέπει να σταματάμε να παράγουμε επιθετικό αναρχικό λόγο, να απαξιώνουμε τις δικαστικές παρωδίες,  να επικοινωνούμε τις σκέψεις μας προωθώντας την αναρχική αλληλεγγύη που εκφράζεται από τους συντρόφους εκτός των τειχών.
Η καταστολή θα νικήσει μονάχα αν παραιτηθούμε από την μάχη εναντίων του εξουσιαστικού συμπλέγματος.
Εξάλλου δεν αναζητούμε οδό διακριτικής απεμπλοκής από τον πόλεμο εναντίων της εξουσίας, αν επιθυμούσαμε κάτι τέτοιο το μόνο σίγουρο είναι ότι το κράτος ευχαρίστως θα μας την προσέφερε αποβλέποντας στον «σωφρονισμό» μας. Το μόνο το οποίο αναζητούμε είναι δρόμοι διαφυγής από το σημείο της εκάστοτε μάχης. Για να συνεχίσουμε ανυποχώρητα τον αγώνα εναντίων του κοινωνικού συστήματος.
Πέρα από τα  πολιτικά συμπεράσματα του καθενός το μόνο σίγουρο είναι ότι όσοι σύντροφοι επιθυμούν να εμπλακούν ενεργά στον αναρχικό αγώνα, πρέπει να μελετήσουν τα λάθη που γίνονται και να βρεθούν ένα βήμα μπροστά από τον εχθρό, σχεδιάζοντας με μεγάλη προσοχή και υπομονή τις επόμενες κινήσεις τους. Να αποφεύγουν όσο το δυνατόν τις βιαστικές κινήσεις χωρίς όμως να οδηγούνται στην αδράνεια. Γιατί όσοι βρεθούν στην κοιλιά του Λεβιάθαν και επιθυμήσουν να παραμείνουν αμετακίνητοι στις αξίες τους θα πρέπει να φτύσουν αίμα για να τον αναγκάσουν να ανοίξει το στόμα του. Το βέβαιο είναι ότι η εποχή της κρατικής ανοχής τελείωσε.


                         «Ανάληψη ευθύνης- Μιλώντας με πράξεις…»

   Επιστρέφοντας στο ειδικό ζήτημα του κειμένου, σχετικά με τις νέες διώξεις και την κλήση για απολογία. Η στάση μου προς τους ανακριτές ήταν, είναι και θα είναι ίδια και απαράλλακτη. Αρνούμαι να ανοίξω διάλογο με την δικαστική μαφία, αρνούμαι να απολογηθώ στους δήμιους μου.
Μια στάση που φτύνει κατάμουτρα την εξουσία των κουστουμιών τους και επιμένει πως ο αγώνας μέσα από τα δεσμά της αιχμαλωσίας συνεχίζεται.
Η καταστολή τους θα βρίσκει για πάντα εμπόδιο τις επαναστατημένες συνειδήσεις μας , η  εξέγερση μας θα νικήσει τον φόβο, το χάος και η αναρχία είναι αναπόφευκτα.
Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για την συμμετοχή μου στις αναρχικές εμπρηστικές ομάδες FAI-Φωτιές στον Ορίζοντα, FAI- Μονάδα Φωτιά στα Κάτεργα  και Μαχόμενη Μειοψηφία. Στόχος των συγκεκριμένων αναρχικών ομάδων ήταν να συνεισφέρουν στην διάχυση της επαναστατικής βίας και να αναδείξουν ότι μπορεί να υπάρξει δράση ακόμα και με τα πιο απλά και προσβάσιμα στον καθένα μέσα. Αρκεί να υπάρχει θέληση και διάθεση να επιτεθείς εναντίων των καταπιεστών σου.
Η ανάληψη ευθύνης είναι για μένα ένας τρόπος να συνεχίζω να μιλάω με πράξεις μέσα από τα δεσμά της αιχμαλωσίας, να υπερασπιστώ την αναρχική εμπρηστική δράση ως αναπόσπαστο κομμάτι του πολύμορφου αγώνα, να δώσω ξανά ζωή σε κείμενα που γράφτηκαν μέσα σε χώρους που καταζητούνταν από την έννομη τάξη, μαζί με όμορφα σχέδια και πολλές ελπίδες. Κείμενα που για μένα κουβαλάνε ένα κομμάτι του εαυτού μου από την διαδρομή μου στην αναρχική παρανομία και που θεωρώ ότι αξίζει να τα υπερασπιστώ πολιτικά στην παρούσα συνθήκη.
Εκτός όμως από αυτό η επιλογή της ανάληψης ευθύνης έχει και ορισμένους πολιτικούς στόχους ιδιαίτερης σημασίας.
Αρχικά έχει στόχο να υψώσει ένα τείχος προστασίας γύρω από συντρόφους και αγαπημένα πρόσωπα εμποδίζοντας την εκδικητική εξάπλωση των διώξεων για συμμετοχή στις παραπάνω ομάδες με το πρόσχημα ότι η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη πράγμα που είδη έχει γίνει σε ένα βαθμό καθώς πολλοί σύντροφοι μου συμπεριλαμβάνονται ως κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε αυτές τις ομάδες.
Συγκεκριμένα λοιπόν πέρα από την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου αναλαμβάνω και την ποινική ευθύνη για τις εμπρηστικές επιθέσεις με βάση τις οποίες έχει σχηματιστεί δικογραφία, στην δημοτική αστυνομία της Κυψέλης, στην επενδυτική εταιρία Trastor και  στο σπίτι του πρώην Υπουργού Οικονομικών και Εθνικής Άμυνας  Γιάννο Παπαντωνίου.
Με μια απλή μελέτη των στοιχείων της δικογραφίας είναι φανερό ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες πραγματοποιήθηκαν από ένα μόνο άτομο.
Τόσο τα βίντεο όσο και οι καταθέσεις όλων των μαρτύρων σε κάθε μια από τις υποθέσεις αναφέρονται σε ένα άτομο που ήμουν εγώ πράγμα που αποδεικνύει και τον ισχυρισμό μου.
Όπως λοιπόν αναλαμβάνω την ευθύνη για τις παραπάνω επιθέσεις ξεκαθαρίζω ότι δεν συμμετείχα στο εμπρησμό του αμαξοστασίου της ΕΘΕΛ ούτε στις εμπρηστικές επιθέσεις που πραγμάτωσαν οι Πύρινες Σκιές.
Ο λόγος που δημόσια τοποθετούμαι πάνω σε αυτό είναι γιατί πιστεύω ότι έχει σημασία να αναδείξω τον τρόπο που οι αστυνομικές αρχές χρησιμοποιούν την νέα καταστολή μέσω του DNA για να ενοχοποιήσουν συντρόφους αιχμάλωτους και μη δημιουργώντας μια βιομηχανία διώξεων που βασίζεται στην αυθεντία της επιστημονικοφανούς αντικειμενικότητας του DNA. Είναι προφανές ότι η δημόσια άρνηση μου καμία σχέση δεν έχει με το να αποφύγω τις ποινικές ευθύνες καθώς γίνεται ταυτόχρονα με την ανάληψη ευθύνης για επιθέσεις εναντίων της κυριαρχίας.
Στόχος μου είναι να δημιουργηθεί μια καθαρή παρακαταθήκη, ώστε να καταδειχθεί ο τρόπους που οι μπάτσοι φυτεύουν τον μαγικό επιστημονικό τους σπόρο για να καταδιώξουν αναρχικούς αρκεί η αστυνομία να γνωρίζει την ταυτότητα τους και να θέλει να τους στοχοποιήσει. Με τρανταχτά παραδείγματα την καταδίκη των συντρόφων Τάσο Θεοφίλου και Μπάμπη Τσιλιανίδη, αλλά και την δίωξη εναντίων του καταζητούμενου συντρόφου Νίκου Μαζιώτη για μια ληστεία τράπεζας.
Τέλος απαντώντας εκ των προτέρων σε μια πιθανή κριτική που διαφωνεί με την ανάληψη ευθύνης θεωρώντας ότι παίζεις το παιχνίδι των μπάτσων μπαίνοντας στην διαδικασία να απαντάς για κάθε δίωξη, έχω να πω ότι ένας από τους λόγους της ανάληψης ευθύνης είναι ακριβώς αυτός να χτυπήσω τις πραγματικά κατασκευασμένες διώξεις αναλαμβάνοντας παράλληλα την ευθύνη για τις ενέργειες που μου αναλογούν και που προτίθεμαι να υπερασπιστώ.

                                            «Για τις δράσεις που γίνανε…»

   Η δράση της  FAI-Φωτιές στον Ορίζοντα ξεκίνησε με σαμποτάζ σε γραμμές του τραμ σε αλληλεγγύη στις τότε απεργίες πείνας που διεξαγόντουσαν εκείνη την περίοδο στις φυλακές και συνεχίστηκε με εμπρηστικές επιθέσεις σε κρατικούς και καπιταλιστικούς στόχους πάντα σε αλληλεγγύη με τους αιχμάλωτους αναρχικούς.
 Η δράση της FAI-Μονάδα Φωτιά στα Κάτεργα αφορά μια απόπειρα εμπρησμού σε επενδυτική εταιρία που πραγματοποιήθηκε ως μια ελάχιστη απάντηση για την απομόνωση που είχε επιβληθεί στον αναρχικό Σωκράτη Τζίφκα επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί κατά την σωματική έρευνα στις φυλακές Διαβατών.
   Η δράση της Μαχόμενης Μειοψηφίας στόχευε αποκλειστικά την ατομική ιδιοκτησία εχθρών της ελευθερίας. Στόχος μου ήταν να αναδείξω ότι ο εχθρός δεν βρίσκεται μόνο στις αναπαραστάσεις της κυριαρχίας αλλά έχει και όνομα και διεύθυνση, χτυπώντας ανθρώπους που με τις επιλογές τους βρίσκονται στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης και αναδεικνύοντας πως με απλά και προσβάσιμα μέσα μπορείς να επιστρέψεις ένα κομμάτι του τρόμου που δεχόμαστε πίσω στα σπίτια τους. Η Μαχόμενη Μειοψηφία στόχευσε εναντίων σπιτιών και οχημάτων πολιτικών (Μαρία Καλτσά, Γιάννος Παπαντωνίου), δημοσιογράφων, σε συνεργασία με τα συντρόφια από τους κύκλους παραβατικών, (Γιώργος Οικονομέας, Πέτρος Καρσιώτης, Αντώνης Λιάρος, Χρήστος Κώνστας, Αντώνης Σκυλάκος)  και ενός φασίστα που συμμετείχε σε πογκρόμ εναντίων μεταναστών. Οι φωτιές που άναβε  πάντα βρισκόταν σε συνενοχή με όλους τους αιχμάλωτους αναρχικούς θέλοντας να λιώσει τον πάγο του εγκλεισμού και να ζεστάνει τις καρδιές τους.
Όπως είναι λογικό οι αναλήψεις ευθύνης αντικατοπτρίζουν και ένα κομμάτι των αντιλήψεων μου και της πορείας τους προς νέα μονοπάτια της ανατρεπτικής σκέψης.
Πιστεύω ότι η δράση των συγκεκριμένων εμπρηστικών ομάδων συνέβαλε στην αδιάκοπη πορεία της αναρχικής εξέγερσης. Οι εμπρηστικές επιθέσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα γιατί είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν από νέους συντρόφους, διατηρούν την φωτιά των εμπόλεμων εχθροπραξιών αναμμένη και συμβάλουν στην διάχυση της αναρχικής βίας. Τοποθετούν το δικό τους λιθαράκι στην εδραίωση του αναρχικού αντάρτικου πόλης και προκαλούν αναταραχή στην εύρυθμη λειτουργία του συστήματος.
Φυσικά οι εμπρησμοί πρέπει να γίνονται σε πολιτική συγγένεια με όλες τις εκφάνσεις τις αναρχικής βίας (βομβιστικές επιθέσεις, πολιτικές εκτελέσεις, βίαιες μαζικές συγκρούσεις, καταδρομικές εξορμήσεις), ώστε να δημιουργούν ένα κοινό μέτωπο δράσης ανεξέλεγκτο και επικίνδυνο που το μόνο όριο που θέτει στον εαυτό του δεν είναι άλλο από την ολική καταστροφή του υπάρχοντος.
Η εξέγερση μου ενάντια στο διαρκές έγκλημα του εξουσιαστικού πολιτισμού πάνω στις ζωές μας, δεν ξεκίνησε ούτε περιορίστηκε στην δραστηριότητα των παραπάνω εμπρηστικών ομάδων. Η στασιμότητα είναι καταδικασμένη να πεθάνει από τον κόσμο της ταχύτητας. Εξέλιξη σημαίνει κριτική σκέψη, ιδεολογική απαγκίστρωση από όλα τα δόγματα, συνεχή δράση,  πειραματισμό, δημιουργία και καταστροφή.
Η μόνη δέσμευση γύρω από την οποία ξετυλίγεται η πιο απόλυτη απόφαση δεν είναι άλλη από τον αγώνα για την αναρχική επανάσταση μέχρι την αυγή της δικής μας εποχής, μέχρι το τέλος.
Κλείνοντας το κομμάτι που αφορά την ανάληψη ευθύνης έχει σημασία να αναφερθώ και στο λάθος που έκανα να αφήσω το στικάκι στο σπίτι που διέμενα και να μην το καταστρέψω έγκαιρα. Πιστεύοντας με αφέλεια ότι δεν θα γίνει άμεσα ή στραβή και αναβάλλοντας για αύριο κάτι που μπορούσα να κάνω άμεσα.
Αυτή είναι η δική μου τοποθέτηση γύρω από τον νέο κύκλο διώξεων εναντίων μας.
«Oι αγώνες για απελευθέρωση είναι διαφορετικοί δρόμοι, που συγκλίνουν σε μια μάχη. Μια φωτιά ζεστών συναισθημάτων καίει στο στομάχι. Στην καταναγκαστική κινητικότητα αυτής της εποχής, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, το πλέγμα της καταστολής-καταπίεσης γίνεται αδυσώπητα πυκνό. Αλλά τα όπλα τους, οι θεραπείες τους είναι ακριβώς ο φόβος.» (Adriano Antonacci)


                    «Σκόρπιες σκέψεις γύρω από το εμπόλεμο σήμερα…»

Κλείνοντας το κείμενο θα ήθελα να σχολιάσω κάποια πράγματα γύρω από την τρέχουσα συγκυρία. Ψάχνω λοιπόν λέξεις που να περιγράφουν εύστοχα τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τερατουργήματος. Ολοκληρωτικός κοινωνικός έλεγχος σωμάτων και μυαλών, οικονομική κρίση, τεχνοεπιστημονική πανούκλα, αστυνομικές και στρατιωτικές επεμβάσεις, συγκρούσεις γεωπολιτικών συμφερόντων, διπλωματικά επεισόδια, γενικευμένη αναταραχή, ωμή βία,  διάχυτη σύγχυση, μαζικός αποπροσανατολισμός.
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή του ιστορικού γίγνεσθαι, πολλές αναλύσεις έχουν δει το φως της δημοσιότητας για τον τρόπο με τον οποίο το κράτος αναδιαρθρώνεται και θωρακίζεται σε όλα τα επίπεδα καθώς και για την τάση του καπιταλισμού να εξαπλώσει την στρατιωτικοποιήση του πέρα από τα εκμεταλλευόμενα εδάφη του τρίτου κόσμου στο εσωτερικό των μητροπόλεων απαντώντας έτσι στην πολιτική αστάθεια που εξαπλώνεται ραγδαία.
Πέρα από τις διαφορετικές λέξεις και την απόκλιση ορισμένων σκεπτικών υπάρχει μια σύγκλιση αντιλήψεων για την κρισιμότητα των καιρών μας.
Το πρόβλημα είναι ότι έστω και έτσι αδυνατούμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και στις προκλήσεις της εποχής και παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε αντιλήψεις που τροφοδοτούν τον κύκλο της αδράνειας και της εσωστρέφειας.
Προσωπικά πιστεύω ότι είναι αναγκαία η οργάνωση μας μέσα από την δημιουργία δικτύων και μετώπων δράσης που θα συντονίζονται στην βάση ελάχιστων πολιτικών συμφωνιών προκρίνοντας καμπάνιες πολύμορφης δράσης ενάντια στις αιχμές της σύγχρονης τυραννίας και απαντώντας ανάλογα στις κατασταλτικές επιθέσεις. Καταργώντας την γραφειοκρατία της κεντρικής οργάνωσης οπλίζουμε τις πρωτοβουλίες μας και συσπειρωνόμαστε ή δημιουργούμε μέτωπα δράσης όπου κρίνουμε ότι υπάρχει αναγκαιότητα. Είτε αφορά ζητήματα της επικαιρότητας (π.χ. φυλακές τύπου Γ) είτε θεματικές του ευρύτερου αναρχικού αγώνα (π.χ. αντιφασισμός).
Στην προσπάθεια να σπάσει ο κύκλος της αυτοαναφορικότητας πρέπει να προσπαθήσουμε να συνδέσουμε όλες τις πυρκαγιές που ανάβουν εναντίων του πολιτισμού, από μαχητικές διαδηλώσεις, συνελεύσεις και συγκρούσεις μέχρι ένοπλες επιθέσεις, μια επαναστατική απόπειρα για την εξάπλωση της μαχητικής αναρχίας. Γιατί αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν και από την στιγμή που στόχος μας δεν είναι άλλος από την ολομέτωπη επίθεση στο σύστημα, όλες οι προσπάθειες που γίνονται ανεξαρτήτως πολιτικής τάσης πρέπει να συνδέονται κάτω από το όραμα της απόλυτης ελευθέριας.
Αυτό φυσικά δεν αναιρεί την κριτική μας στα γεγονότα, απλώς επιβεβαιώνει ότι όταν η κριτική συνδυάζεται μέσω δυναμικών παρεμβάσεων έχει  μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα γιατί στοχεύει στην διάχυση της επαναστατικής σκέψης σε εκείνους που αποκλίνουν από τα κυρίαρχα δόγματα και αναζητούν τρόπους σύγκρουσης με το υπάρχον.
   Θέτοντας έτσι την προοπτική της σύνδεσης των επιθυμιών μας κάτω από ενώσεις ελεύθερων ατομικοτήτων που συλλογικοποιούνται κατευθυνόμενοι προς τους χαοτικούς δρόμους της δημιουργικής καταστροφής.
Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να συγκρουστούμε πολιτικά με τις υστερικές αντιδράσεις της ρεφορμιστικής πτέρυγας του αναρχικού κινήματος που τρέχει να υπογράψει πιστοποιητικά νομιμότητας στο κράτος. Θυμίζοντας τον πολιτικό ανταγωνισμό της πιο έντονης καταδίκης από τα βουλευτικά κόμματα έπειτα από κάθε ένοπλη επαναστατική ενέργεια. Είδαμε να γράφονται από «αναρχικά» στέκια φράσεις όπως τρομοκράτες και δολοφόνοι αναπαράγοντας την γλώσσα και τα επιχειρήματα της κυριαρχίας.  Όπως φαίνεται δεν τρομοκρατείτε μόνο η κυριαρχία αλλά και η ρεφορμιστική πτέρυγα του αναρχικού κινήματος που φοβάται μήπως μπάσουν νερά τα μαγαζάκια της. Φαίνεται ότι όλοι αυτοί προτιμούν τον ρόλο του αιώνιου θύματος, ένας πολιτικός μαζοχισμός που ερεθίζεται με το να βγάζει φωτογραφίες χτυπημένα πρόσωπα και μαχαιρωμένα κορμιά από τις επιθέσεις των φασιστών και των μπάτσων.
Για να τελειώνουμε, πολύμορφος αγώνας σημαίνει αγώνας με όλα τα μέσα τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο, όποιος δεν σοκάρεται από τις χιλιάδες αυτοκτονίες του οικονομικού πολέμου σε καιρό «ειρήνης», από τους πνιγμένους μετανάστες στα θαλάσσια σύνορα, από τα διαμελισμένα κορμιά ανθρώπων στους επεκτατικούς πολέμους των καπιταλιστικών υπερδυνάμεων, από τα ζώα που γδέρνονται ζωντανά μέσα στις πολυεθνικές βιομηχανίες, από την δολοφονική βία της αστυνομίας, από κάθε τι που γίνεται μέσα σε αυτό το σύστημα, και σοκάρεται πχ με τα πτώματα δυο φασιστών- πρόβλημα του. Η επανάσταση είναι συνεχής πόλεμος για μια αδούλωτη ζωή  που παρά τις όποιες προσωρινές οπισθοχωρήσεις δεν σταματάει να μάχεται και να ανοίγει περάσματα για τις μικρές και μεγάλες εφόδους μας. Δεν είναι ευχάριστοι περίπατοι και φιλοσοφικές συζητήσεις υπό την επήρεια αλκοόλ για να καλοπιάσουμε ένα αόρατο φάντασμα που ονομάζεται καπιταλιστική κοινωνία. Εξάλλου μαθητευόμενοι μάγοι της πολιτικής εξαπάτησης υπάρχουν πολλοί, πιο επιδέξιοι και με περισσότερα δώρα.
Η παραπάνω τοποθέτηση έχει και σαν στόχο να αναδείξει ότι το δίπολο μεταξύ νέας και παλιάς αναρχίας είναι ψευδές και το μοναδικό πραγματικό επίκαιρο ερώτημα είναι ή με τους επαναστάτες που μάχονται ή με τους πολιτικάντηδες της συνθηκολόγησης.
Η αναρχία λοιπόν που μάχεται διαχωρίζεται από αυτό τον εκφυλισμό και μεταφέρει την οργή της σε κάθε γωνιά του κόσμου. Την οργή που εκφράζεται με τις αποφασισμένες φωνές σε μια διαδήλωση αλληλεγγύης, με την φωτιά που κατακαεί τους ναούς του χρήματος και τα σύμβολα του πλούτου,  με τις προσωπικές επιθέσεις στους κρατικούς αξιωματούχους και τα ένστολα σκυλιά τους, με τα συντρίμμια που αφήνει πίσω του ένας εκρηκτικός μηχανισμός που ανατινάχτηκε στα επιτελεία της καθεστηκυίας τάξης.
Συνεχίζουμε όλοι μαζί, ελεύθεροι, καταζητούμενοι και αιχμάλωτοι τον αγώνα για την καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας.

                      Σινιάλα αλληλεγγύης, εξέγερσης και αγάπης
  • Σε όλους τους συντρόφους και φίλους του Δικτύου Αγωνιστών Κρατούμενων.
  • Στους Ιταλούς αναρχικούς εν’ όψει της βδομάδας διεθνούς αλληλεγγύης (16-24 Μαΐου)
  • Στον αναρχικό μαχητή Claudio Lavazza, στην Μόνικα Καμπαλέρο και τον Φρανσίσκο Σολάρ.
  • Στα συντρόφια από την υπόθεση Σεκιούριτ και στην Ταμάρα Σολ.
  • Στον αμετανόητο σαμποτέρ Μάρκο Κάμενιτς.
  • Σε κάθε φυλακισμένο αναρχικό σε κάθε γωνία του κόσμου που άθελα μου ξεχνώ να αναφέρω.
   Με το μυαλό μου δίπλα σε όλους τους καταζητούμενους αναρχικούς.
     Δύναμη σε όσους οπλίζουν της αρνήσεις τους ενάντια στο σύστημα.
    Τιμή για πάντα στον Sebastian Oversluij που έπεσε μαχόμενος κατά την    διάρκεια ληστείας σε τράπεζα.
     Τιμή για πάντα σε όλους τους νεκρούς του επαναστατικού πολέμου.                                           
                                                  Ζήτω η Αναρχία!

Υ.Γ) «Εκείνο που δεν έχω είναι ένα άσπρο πουκάμισο. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα μυστικό στην τράπεζα. Εκείνο που δεν έχω είναι τα πιστόλια σου, για να κατακτήσω τον ουρανό, για να κερδίσω τον ήλιο. Εκείνο που δεν έχω είναι να την βγάλω καθαρή. Εκείνο που δεν έχω είναι αυτό που δεν μου λείπει. Εκείνο που δεν έχω είναι τα λόγια σου για να κερδίσω τον ουρανό, για να κατακτήσω τον ήλιο. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα ρολόι που να πηγαίνει μπροστά, για να πηγαίνω γρηγορότερα από τον χρόνο και να είμαι σε κάποια απόσταση. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα σκουριασμένο τραίνο, για να με μεταφέρει πίσω εκεί που ξεκίνησα. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα χρυσό δόντι. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα ωραίο δείπνο. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα μεγάλο λιβάδι για να τρέξω πιο γρήγορα από την μελαγχολία. Εκείνο που  δεν έχω είναι τα χέρια μου στο σώμα σου. Εκείνο που δεν έχω είναι μια διεύθυνση στην τσέπη. Εκείνο που δεν έχω είσαι εσύ με το μέρος μου. Εκείνο που δεν έχω είναι να σε ξεγελάσω στο παιχνίδι. Εκείνο που δεν έχω είναι ένα άσπρο πουκάμισο. Εκείνο που δεν έχω είναι να την βγάλω καθαρή. Εκείνο που δεν έχω είναι τα πιστόλια σου για να κατακτήσω τον ουρανό, για να κερδίσω τον ήλιο. Εκείνο που έχω είναι…» 
( Fabrizio de André «εκείνο που δεν έχω») 
Αφιερωμένο στον Ιταλό αναρχικό Adriano Antonacci ο οποίος κατηγορείται για εμπρηστικές επιθέσεις ενάντια στην τεχνοεπιστήμη και τον βιασμό της φύσης και θα δικαστεί μέσω τηλεδιάσκεψης σε λίγο καιρό.

                                                                                     Μάιος 2014
                                                                                    Νίκος Ρωμανός


Αναδημοσίευση από : Athens Indymedia