-αν- Αρχική Σελίδα

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Προκήρυξη της πρωτοεμφανιζόμενης οργάνωσης «Ένοπλες Ομάδες Πολιτοφυλακής» για την εκτέλεση Ναρκεμπόρου




«Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την εκτέλεση του μαφιόζου Χαμπίμπι, ο οποίος εδώ και χρόνια πρωτοστατούσε σε περιστατικά βίας απέναντι σε κατοίκους και θαμώνες της περιοχής των Εξαρχείων, με αποκορύφωμα την δολοφονική επίθεση σε τρείς συντρόφους του κατειλημμένου κοινωνικού κέντρου ΒΟΞ τον περασμένο Μάρτη.
Ο παρανοϊκός χαρακτήρας του συγκεκριμένου ατόμου και η ασύστολη βία που ασκούσε με τη παραμικρή αφορμή, τον καθιστούσαν ως κατά συρροή δυνάμει δολοφόνο, ως φόβο και τρόμο της περιοχής.
Οι τραμπουκισμοί, οι κλοπές και τα μαχαιρώματα που περιλαμβάνονταν  στο ρεπερτόριο της καθημερινής του παρουσίας στη πλατεία Εξαρχείων, του έδωσαν το περιθώριο να παριστάνει τον ηγεμόνα που (υποτίθεται) κανείς δεν θα μπορούσε  να αμφισβητήσει.
Με τη δύναμη μιας αγέλης κανιβάλων που τον περιστοίχιζε, αλλά και με τις πλάτες της μαφίας και της αστυνομίας, δρούσε ανενόχλητος πουλώντας ναρκωτικά και τρομοκρατώντας τη γειτονιά, η οποία ανυπεράσπιστη και ανήμπορη να τον αντιμετωπίσει, υποτασσόταν στη δύναμη του σιωπώντας.
Ο φόβος που προκαλούσε η εγκληματική του δράση, του έδινε όλο και μεγαλύτερο θράσος, αφού επανειλημμένα βιαιοπραγούσε με δολοφονικές προθέσεις μπροστά στα μάτια δεκάδων περίοικων, αφήνοντας πίσω του αιμόφυρτους και ετοιμοθάνατους ανθρώπους, ενώ την ίδια στιγμή αυτός παρέμενε στη περιοχή καμαρώνοντας ανενόχλητος.
Και αυτό γιατί, εκτός από το γεγονός πως ήταν ναρκομανής και παρανοϊκός, γνώριζε πολύ καλά πως δεν θα υπάρξουν συνέπειες. Γιατί γνώριζε πως κανείς δεν θα επέμβει, λόγω της συναινετικής υποταγής που επιβάλει ο φόβος. Γιατί γνώριζε πως δεν πρόκειται να συλληφθεί, αφού όντας υπάλληλος της μαφίας ήταν ουσιαστικά και υπάλληλος της αστυνομίας.
Όμως, το θράσος του αυτό αποδείχθηκε τελικά ‘’αυτοκτονικό’’, όταν έκανε το λάθος να επιτεθεί σε τρείς αναρχικούς συντρόφους του ΒΟΞ, τραυματίζοντας τους δύο από αυτούς. Η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι και η εφαρμογή του λαϊκού-επαναστατικού δικαίου επέβαλε τη θανατική του καταδίκη. Όχι μόνο στα πλαίσια της εκδίκησης για τους τραυματίες συντρόφους, αλλά και για την υπεράσπιση μιας τόσο ταλαιπωρημένης  γειτονιάς, για την οποία είμαστε βέβαιοι πως στο άκουσμα της εκτέλεσης αυτού του καθάρματος θα ανακουφίστηκε. Γιατί κάποιος έπρεπε να αναλάβει δράση. Για την έστω και οριακή επαναφορά των συσχετισμών δύναμης στη γειτονιά των Εξαρχείων, για την υπενθύμιση πως το μακρύ χέρι του παρακράτους έχει να αντιμετωπίσει το τιμωρό χέρι του κινήματος.
Μιλώντας για παρακράτος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως για εμάς η εκτέλεση του συγκεκριμένου ατόμου, δεν οριοθετείται μονάχα σε ένα χτύπημα ενάντια στον κανιβαλισμό που βασιλεύει στα Εξάρχεια. Δεν αντιλαμβανόμαστε την κανιβαλική βία ως ένα γενικόλογο κοινωνικό φαινόμενο. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι, αλλά ταξικά τοποθετημένοι στον πόλεμο ενάντια στο κεφάλαιο και ως τέτοιοι μπαίνουμε στη μάχη για να ξανακερδίσουμε τα Εξάρχεια.  Με αυτόν τον προσανατολισμό, η συγκεκριμένη εκτέλεση επεκτείνεται και στην υλική σύγκρουση με το παρακρατικό σύμπλεγμα μαφίας-αστυνομίας.
Επεκτείνεται δηλαδή στη μάχη ενάντια σε μια από τις πιο σκληρές εκφράσεις του κεφαλαίου. Και αυτό γιατί ο Χαμπίμπι ήταν στρατολογημένος από τη μαφία των Εξαρχείων, όχι απλά ως ένας ακόμα από τους δεκάδες διακινητές ναρκωτικών που δρουν στη περιοχή, αλλά και ως χωροφύλακας που περιφρουρούσε δια της βίας την ομαλή κερδοφορία των αφεντικών του.
Το πλούσιο βιογραφικό του Χαμπίμπι, που περιελάμβανε την κάθε λογής αντικοινωνική δραστηριότητα, τον είχε καταστήσει ως το πρωτοπαλίκαρο, ως το λυσσασμένο μαντρόσκυλο της μαφίας στην πλατεία Εξαρχείων. Και ήταν μαντρόσκυλο γιατί η βία του αυτή, ασχέτως αν ήταν ψυχωτική και αλόγιστη, λειτουργούσε ως απειλή απέναντι σε οποιονδήποτε διανοούνταν να διαταράξει την ομαλή διακίνηση ναρκωτικών. Απέναντι τελικά, σε οποιονδήποτε αμφισβητούσε την ηγεμονία της μαφίας στη πλατεία Εξαρχείων.
Εκτελώντας τον Χαμπίμπι, κάναμε ξεκάθαρο πως αμφισβητούμε έμπρακτα την ηγεμονία των ναρκέμπορων. Πως έχουμε και εμείς τα μέσα για να τους αντιμετωπίσουμε και πως αν χρειαστεί θα εμπλακούμε σε μια μετωπική αναμέτρηση μαζί τους. Μια αναμέτρηση ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένη.
Το σύμπλεγμα ανάμεσα στη μαφία και την αστυνομία, αν και αποτελεί ένα πολλάκις εξακριβωμένο φαινόμενο που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν, στη περιοχή των Εξαρχείων εκφράζεται με αποκαλυπτικά απροσχημάτιστους όρους. Όσοι κατοικούν, εργάζονται  ή συχνάζουν στη περιοχή, γνωρίζουν πολύ καλά πως οι πιάτσες πώλησης ναρκωτικών όχι μόνο δεν βρίσκονται σε απόμερα σημεία, αλλά αντίθετα καταλαμβάνουν  τα κεντρικότερα σημεία πέριξ της πλατείας Εξαρχείων. Γνωρίζουν επίσης ποιοι και πότε πωλούν ναρκωτικά, αφού μιλάμε για σχεδόν εικοσιτετράωρες βάρδιες που  αναλαμβάνονται από άτομα που ζουν και κινούνται στα Εξάρχεια. Γνωρίζουν ποια μαγαζιά λειτουργούν ως βιτρίνες για το ξέπλυμα χρήματος,  ποιοι είναι οι αρχηγοί της μαφίας, και που συχνάζουν εμφανώς ένοπλοι . Γνωρίζουν επίσης πως ο διοικητής του Α.Τ. Εξαρχείων συναντιέται με ορισμένους από αυτούς σε ιδιαίτερα φιλικό κλίμα. Όλα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας καθημερινά και κανείς δεν μιλάει.
Και δεν μιλάει κανείς γιατί κυριαρχεί ο φόβος ή η αδιαφορία. Και ακόμα χειρότερα γιατί και ανάμεσα στις υγιείς δυνάμεις της γειτονιάς, κυριαρχεί η ματαιότητα ότι τίποτα δεν αλλάζει. Πράγματι, το ρίζωμα του δικτύου ανάμεσα σε μπράβους, ‘’αναρχικούς’’, χούλιγκανς, μεγαλομαγαζάτορες, ναρκέμπορους και αστυνομικούς είναι βαθύ. Και είναι τόσο βαθύ που χρειάζεται ένας σεισμός για να ξεριζωθεί. Αυτός ο σεισμός είναι ο στόχος μας, και για να τον καταφέρουμε πρέπει αρχικά να χωρίσουμε ευκρινώς τα στρατόπεδα.  Ποίοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι απέναντι μας. Για να μετρηθούμε και να πάψει πλέον η ανεκτικότητα, το αλισβερίσι και το παλαντζάρισμα σε δύο βάρκες. Δεν είμαστε όλοι μια γειτονιά και αυτή η γειτονιά δεν μας χωράει όλους.
Θα ήταν τραγελαφικό να επικαλεστεί η αστυνομία την άγνοια για πρόσωπα και καταστάσεις και ακόμα χειρότερα για αδυναμία επέμβασης λόγω του φόβου των αναρχικών. Και θα ήταν τραγελαφικό, γιατί η αστυνομία εισβάλει, βασανίζει και συλλαμβάνει με ιδιαίτερη ικανότητα και αγριότητα τους αναρχικούς όταν συμβαίνουν συγκρούσεις στη περιοχή. Γιατί άραγε δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με τους εμπόρους ναρκωτικών, τους μαχαιροβγάλτες και τους μπράβους ; Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική. Και είναι ρητορική, γιατί εκ θέσεως ως κοινωνικοί αγωνιστές, δεν θα μπορούσαμε να καταγγείλουμε την αδράνεια της αστυνομίας, υπονοώντας ότι χρειαζόμαστε την επέμβαση της για να λυθεί το ζήτημα. Αντιθέτως, αυτό που αναδεικνύουμε μιλώντας για την απουσία-προστασία της αστυνομίας  είναι η εξόφθαλμη συγχώνευση συμφερόντων, είναι η ύπαρξη ενός παρακρατικού  μετώπου, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί από τον κόσμο του αγώνα και μόνο. Ας μην έχουμε αυταπάτες λοιπόν, προσμένοντας βοήθεια από επίσημους φορείς και θεσμούς. Είναι όλοι στο κόλπο και είναι όλοι εναντίων μας.
Το ζήτημα λοιπόν των Εξαρχείων, αφορά στον πυρήνα του τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς παράπλευρης συσσώρευσης κεφαλαίου. Μιλάμε δηλαδή για το παρακράτος, για την άλλη όψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η λεγόμενη παραοικονομία, είναι ένα ασύλληπτου μεγέθους κύκλωμα απόδοσης δισεκατομμυρίων. Άλλωστε σήμερα, είναι ιδιαιτέρως  χαρακτηριστική η ομολογία πως τα ‘’μαύρα’’ κεφάλαια διασώζουν το τραπεζικό σύστημα διεθνώς, αποδεικνύοντας έτσι όχι μόνο τον όγκο των κερδών, αλλά και τη σύμφυση της ‘’παράνομης’’ και της ‘’νόμιμης’’  καπιταλιστικής οικονομίας.  Δεδομένης λοιπόν αυτής της σύμφυσης, είναι αυτονόητο πως η μαφίες αποτελούν την οργανωμένη έκφραση της ‘’μαύρης’’ οικονομίας, άρα και τη παράπλευρη οργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Δικαστές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες και αστυνομικοί συγκροτούν το διευθυντικό επιτελείο της παραοικονομίας, χρησιμοποιώντας ως ‘’μπροστινούς’’ τους διάφορους χρήσιμους ηλίθιους για να κάνουν τη βρώμικη δουλειά.
Έτσι και οι  ναρκέμποροι των Εξαρχείων, που απαρτίζονται από λούμπεν-παρασιτικά στοιχεία, ‘’φουσκωτούς’’, ποινικούς και κατά φαντασία γκάνγκστερς, αποτελούν απλά τους χρήσιμους ηλίθιους για το Α.Τ. Εξαρχείων και τη ΓΑΔΑ, τα επίσημα δηλαδή κέντρα ελέγχου  της διακίνησης ναρκωτικών. Αυτά τα καθάρματα, που παριστάνουν τους Εσκομπάρ και τους ατρόμητους, είναι κοινοί ρουφιάνοι και συνεργάτες  της αστυνομίας, είναι θρασύδειλοι και ύπουλοι γιατί  χωρίς τους προστάτες τους δεν θα τολμούσαν να σηκώσουν όχι μόνο το χέρι τους, αλλά ούτε καν το βλέμμα τους μπροστά σε όσους αγωνίζονται για τη γειτονιά των Εξαρχείων.
Κατανοώντας το πρόβλημα από τη ρίζα του, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος ενάντια στις μαφίες, είναι πόλεμος στη καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης, είναι πόλεμος αντικαπιταλιστικός. Γι αυτό, και για να μην χαθούμε σε αίολα θεωρητικά σχήματα που καταλήγουν στο να μην συγκρουστούμε με τις μαφίες γιατί καπιταλισμός (θα) υπάρχει και χωρίς αυτές, εμείς λέμε πως επιτέλους πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Γιατί, ο καπιταλισμός δεν αποτελεί μια αφηρημένη σχέση, αλλά αντίθετα μια απτή, υλική και πολύ συγκεκριμένη. Έτσι, ο πόλεμος για να κρατήσουμε μια γειτονία καθαρή από τα απόνερα της καπιταλιστικής σαβούρας που ξεβράζει η μαφία, δεν είναι πόλεμος ιδεών, αλλά πόλεμος για την μετατόπιση των υλικών συσχετισμών δύναμης.
Σαφώς, η γειτονιά των Εξαρχείων μαστίζεται από μια σειρά προβλημάτων. Αφετηρία όλων αυτών, είναι η μετατροπή των Εξαρχείων σε μαζική καταναλωτική ζώνη, η οποία έλκει τη μαφία και τελικά επιφέρει την πολιτική και πολιτιστική αλλοίωση της περιοχής. Η συγκέντρωση δεκάδων καταστημάτων εστίασης, τα οποία καρπώνονται την ιστορική και πολιτική φόρτιση της περιοχής και κερδοφορούν  πουλώντας  εναλλακτισμό και ψευτοεξεγερσιακότητα, έχει ως συνέπεια τη συνεύρεση χιλιάδων νεολαιών με όρους καταναλωτισμού και αποπολιτικοποίησης. Και εδώ ακριβώς, είναι που η μαφία βρίσκει το εύφορο έδαφος για να ανθίσει. Γιατί η περιοχή αποφέρει ασύλληπτα κέρδη από την ‘’προστασία’’ δεκάδων μαγαζιών και ακόμα περισσότερα από το εμπόριο ναρκωτικών.

Είναι θλιβερό το γεγονός, πως οι εκατοντάδες νέοι που συχνάζουν σε μια γειτονιά διαρκούς πολιτικού αναβρασμού, φαίνεται να έχουν μια λανθάνουσα ερμηνεία της ελευθερίας, η οποία και καταλήγει να συγχέεται με τη χρήση ναρκωτικών. Τα αστικά ιδεολογήματα που εξέθρεψαν  τις κάθε λογής μορφές του ‘’εναλλακτισμού’’, με στόχο τον αποπροσανατολισμό και την ιδεολογική αφασία, προάγουν τη χρήση ναρκωτικών ως δήθεν απελευθερωτική εμπειρία, μετατρέποντας χιλιάδες νέα παιδιά σε εξαρτημένους ή μη χρήστες και σε ‘’πελάτες’’ που ενισχύουν οικονομικά τις εγκληματικές οργανώσεις της μαφίας. Όλα αυτά τα νέα παιδιά, που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι στη δικιά μας πλευρά, τα καλούμε να σκεφτούν πως τα ναρκωτικά είναι μέσο νάρκωσης και όχι απελευθέρωσης, τα καλούμε να μην συνδράμουν οικονομικά τη μαφία, τα καλούμε να πάρουν θέση σε αυτή τη μάχη, είτε σταματώντας τα ναρκωτικά, είτε φεύγοντας από τα Εξάρχεια. Διαφορετικά, όσο ο αγώνας θα οξύνεται, οι χρήστες και η τεράστια ζήτηση που αυτοί προσφέρουν στους ναρκέμπορους, θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν ακόμα και με τη βία.
Μιλώντας για το ζήτημα των ναρκωτικών και γενικότερα της ναρκωκουλτούρας ως φαινόμενο που κατακλύζει κυρίως τη νεολαία, είμαστε απόλυτοι δηλώνοντας πως το να δηλητηριάζουμε το μυαλό και το σώμα μας με ουσίες, αποτελεί μια φευγαλέα εμπειρία, μια παραπλάνηση των καταπιεσμένων μας αισθήσεων και μια λανθάνουσα φυγή από τα πραγματικά και κοινά προβλήματα που μας μαστίζουν. Ειδικότερα, στις δυτικές κοινωνίες όπου το κεφάλαιο έχει εισβάλει σε κάθε πτυχή του συναισθηματικού μας κόσμου, η έννοια της προσωπικότητας έχει αποδομηθεί, μέσω της τοποθέτησης της σε ένα ασφυκτικά αλλοτριωμένο κοινωνικό περιβάλλον. Αυτό της μοναξιάς, της ανασφάλειας, του συναισθηματικού ακρωτηριασμού και της κατάθλιψης. Σε μια παράλογα απαιτητική και ανυπόφορη ζωή. Η εύλογη αναζήτηση διεξόδων, όταν συμβαίνει κάτω από το καθεστώς απουσίας της ταξικής συνείδησης, είναι δεδομένο πως θα οδηγήσει σε στρεβλές ατραπούς. Τα ναρκωτικά  είναι μια από αυτές. Και αποτελούν ίσως τη σκληρότερη έκφραση αυτοτιμωρίας και εσωστρέφειας, αφού η επιθυμούμενη ‘’διέξοδος’’ καταλήγει με τους χειρότερους όρους πίσω στον εαυτό μας και τα προβλήματα του. Με άλλα λόγια, απέναντι στη βία που μας ασκεί η ταξική κοινωνία δεν απαντάμε με βία απελευθερωτική, αλλά με βία που στρέφεται στον ίδιο μας τον εαυτό. Γι αυτό και σαν επαναστάτες, πολεμάμε τα ναρκωτικά  ως επιβοήθημα στην επιβολή της κοινωνικής παραλυσίας, αλλά και ως ευθεία επίθεση στο πιο ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, αυτό της νεολαίας.
Είπαμε και πριν πως αυτή η γειτονιά πλέον δεν μας χωράει όλους. Και με αυτό δεν εννοούμε μόνο τη μαφία, αλλά και το χουλιγκανισμό όπου και όπως αυτός εκφράζεται. Είτε με πολιτικό μανδύα, είτε απολίτικα και ωμά. Ο αγώνας για τα Εξάρχεια, ακόμα και αν χρειάζεται να φτάσουμε στην ένοπλη σύρραξη, δεν αφορά στενά τα μέσα αγώνα, αλλά το περιεχόμενο που αυτά πρεσβεύουν. Η μάχη των Εξαρχείων, είναι μάχη πολιτισμών για τον απλούστατο λόγο πως δεν συγκρούονται δύο συμμορίες, αλλά δύο ολόκληροι κόσμοι. Από τη μία ο κόσμος του παρακράτους και της σαπίλας και από την άλλη ο δικός μας κόσμος: της ελπίδας, της αλληλεγγύης και του αγώνα. Όμως, η συγκρότηση του δικού μας στρατοπέδου δεν επιτυγχάνεται μονάχα με διακηρυκτικά καλέσματα στη μάχη, αλλά με διαπαιδαγώγηση και συμμόρφωση πάνω στα πολιτιστικά πρότυπα του νέου κόσμου που εκπροσωπούμε. Γι αυτό η μάχη των Εξαρχείων, είναι μάχη τόσο απέναντι στο κεφάλαιο και τη μαφία του, όσο και απέναντι στην εσωτερική διάβρωση του κινήματος. Στη ναρκωκουλτούρα, στην απειθαρχία, στον αντικοινωνισμό και στη βία για τη βία. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι να χάσουμε αυτόν τον αγώνα ή ακόμα χειρότερα να γίνουμε και οι ίδιοι μέρος του προβλήματος.
Είναι δεδομένο, πως όταν κάτι δεν οριοθετείται κάποια στιγμή θα επεκταθεί τόσο που τελικά θα σε καταπλακώσει. Θα απλωθεί σαν τον καρκίνο. Έτσι και στη περίπτωση των Εξαρχείων, όπου ο κατά τα άλλα ρομαντικός χαρακτήρας της γειτονιάς, που διαχρονικά αγκάλιαζε τους περιθωριακούς, τους ασυμβίβαστους και τους απόκληρους, σήμερα αποδεικνύεται λαθεμένος. Όχι γιατί δεν πρέπει να αγκαλιάζονται αυτοί οι άνθρωποι, αλλά γιατί θα πρέπει να ενσωματώνονται με τους θεμελιώδεις κανόνες της κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δέχονται τη προσφορά αλλά και να την ανταποδίδουν, αποδεικνύοντας στη πράξη πως η αλληλεγγύη δεν είναι η πίσω πόρτα του χάους και της αλληλοφαγίας, αλλά η επιτομή της κοινωνικής ωριμότητας, μέσω της ικανότητας της αυτό-θεσμίζεται και να λειτουργεί με αρμονία. Η κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν ζήτημα υπευθυνότητας και όχι απλά ανεκτικότητας.
Ειδικότερα δε, όταν έχουμε να κάνουμε με εγκληματικά- αντικοινωνικά στοιχεία, η διαχείριση των οποίων δεν ρυθμίζεται από κάποιο αόρατο χέρι, αλλά από τη δυνατότητα μας να διατηρούμε τουλάχιστον μια ισορροπία δυνάμεων. Να τους επιβλέπουμε, να τους επιβαλλόμαστε και να τους υπενθυμίζουμε πως βρίσκονται σε εχθρικό περιβάλλον. Διαφορετικά οι μαφιόζοι και οι χούλιγκαν θα νοιώσουν ασφαλείς και δυνατοί, θα επιβάλλουν την ηγεμονία τους και θα μας εξαφανίσουν. Απέναντι λοιπόν στις ακατάληπτες θεωρίες περί ανεκτικότητας του είδους  ‘’έτσι ήταν πάντα τα Εξάρχεια’’, εμείς λέμε πως όσοι τις επικαλούνται ανήκουν στις συντηρητικές δυνάμεις , σε όσους δηλαδή με τη στάση τους διαιωνίζουν τη παρακμιακή κατάσταση της γειτονιάς. Άρα, από εδώ και στο εξής θα θεωρούνται και αυτοί ως κομμάτι του προβλήματος.
Τα Εξάρχεια είναι μια από τις πλέον πολιτικά φορτισμένες περιοχές της Ευρώπης. Εκεί μέσα έχουν δοθεί σκληροί αγώνες, έχουν δολοφονηθεί σύντροφοι από την αστυνομία, έχουν ξεκινήσει εξεγέρσεις, έχουν γεννηθεί κινήματα και ιδέες. Η εικόνα αυτής της γειτονιάς παραδομένης πλέον στη παρακμή των ναρκωτικών, της ψευτοδιασκέδασης και του χουλιγκανισμού, είναι μια θλιβερή εικόνα. Όμως, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως αντανακλά και τα δομικά οργανωτικά και ιδεολογικά προβλήματα  του κινήματος μας. Στο όνομα μιας λανθάνουσας ‘’αντεξουσίας’’, η οποία ταυτίζει τους όρους συγκρότησης του προλεταριακού μετώπου, σε επίπεδο ηθικής και σχέσεων, με τους όρους που αντιμαχόμαστε τον αστικό κόσμο, ξεχνάμε πως στη βαρβαρότητα δεν απαντάς με χάδια.   Όταν λοιπόν οι ιδέες μας για τις κοινωνικές σχέσεις μετατρέπονται σε ιδεολογία, και όχι σε διαρκή σύγκρουση για να τις περιφρουρήσουμε, τότε αφήνονται κενά, και πάνω στην δικιά μας ‘’αντεξουσία’’ βρίσκουν το περιθώριο να στρογγυλοκάτσουν οι εξουσίες του εχθρού.  Όλα κρίνονται από τους πραγματικούς υλικούς συσχετισμούς και όχι από τα αφαιρετικά οράματα μας. Η ’’αντεξουσία’’ λοιπόν, για να μπορέσει να επιβιώσει στο αστικό περιβάλλον που αναπτύσσεται και να πείσει ότι αποτελεί ρεαλιστική πρόταση κοινωνικής οργάνωσης, θα πρέπει να ασκήσει εξουσία στους εχθρούς της. Διαφορετικά είναι καταδικασμένη να συντριβεί.  Από την άλλη, η πλαδαρή έννοια της ανεκτικότητας, η οποία επιτρέπει στα αντικοινωνικά στοιχεία να δρουν ανενόχλητα στη γειτονιά των Εξαρχείων, εγείρει κάποια βασικά ερωτήματα. Γιατί (να) είμαστε ανεκτικοί με τον καθένα, που με άλλοθι την εθνική ή την δήθεν πολιτική του ιδιότητα (του μετανάστη ή του ‘’αναρχικού’’) ασκεί αντικοινωνική βία, και δεν είμαστε ανεκτικοί με την τοπική κοινωνία που διαμαρτύρεται δικαίως εναντίων τους; Γιατί οι μεν καταλογίζονται ως φίλιες δυνάμεις  και οι δε ως μικροαστοί και φασίστες; Σε ποιους τελικά απευθυνόμαστε και ποίοι είναι οι σύμμαχοι μας; Εδώ λοιπόν μπαίνουμε στα άδυτα του ιστορικού χαρακτήρα του κινήματος, των στρεβλώσεων του σχετικά με τη ταξική πάλη και το ρόλο του μέσα σε αυτή.

Η ανεκτικότητα λοιπόν, δεν είναι κουπόνι ελεύθερης συνεισφοράς για να κοστολογείται κατά το δοκούν. Έχει βαρύ αντίτιμο. Το αντίτιμο της ευθύνης. Και μπροστά στον κίνδυνο να γίνουμε περιθώριο μέσα στην ίδια μας τη γειτονιά, να καταρρακωθούμε ηθικά και πολιτικά όντας ανίκανοι να υπερασπιστούμε το ζωτικό μας χώρο και να απολέσουμε την αξιοπιστία μιας υπεύθυνης  πολιτικής πρότασης απέναντι στη κοινωνία, εμείς λέμε πως αυτή η ευθύνη μας αναλογεί. Με όποιο κόστος.
Πως υπερασπιζόμαστε λοιπόν στη πράξη την αυτό-οργάνωση στη γειτονιά των Εξαρχείων, πόσο μάλλον όταν απειλούμαστε;  Σίγουρα όχι με το απλά να την επικαλούμαστε ως αφηρημένο σχήμα, ή ως δομή που δεν επικοινωνεί πουθενά με τον έξω κόσμο. Αυτό-οργάνωση σημαίνει τη μορφή (και όχι το περιεχόμενο) πάνω στην οποία συγκροτούμε τις δυνάμεις μας. Σημαίνει πως έχουμε τη δυνατότητα, με τα δικά μας πολιτικά και εμπειρικά εργαλεία, να συγκροτήσουμε το οργανωμένο προλεταριακό στρατόπεδο απέναντι στην αστική τάξη. Σωματεία, συνελεύσεις, επιτροπές, καταλήψεις , ένοπλες ομάδες κλπ, αποτελούν την υλική έκφραση της αυτό-οργάνωσης, αποτελούν τα δικά μας όπλα απέναντι στο αστικό κράτος και τους θεσμούς του. Και ακριβώς επειδή αυτό-οργάνωση δεν σημαίνει νησίδες και κοινότητες ελευθερίας, αλλά σημεία ζύμωσης, επαγρύπνησης και εφόρμησης των προλεταριακών δυνάμεων, χρειάζεται να την περιφρουρούμε. Τόσο από το ρεφορμισμό, όσο και από τον ταξικό εχθρό.
Οι πολιτοφύλακες ως μορφή αυτό-οργάνωσης, όπου και όποτε εμφανίστηκαν ως αναγκαιότητα, υπερασπίστηκαν τα συλλογικά κεκτημένα, αλλά και το δικαίωμα του λαού και του κινήματος να αντεπιτίθεται στη βία των καπιταλιστών και όσων τους υπηρετούν. Απέναντι στην αστυνομία, το στρατό, τους φασίστες και τους κάθε λογής παρακρατικούς. Οι πολιτοφύλακες ήταν πάντα σπλάχνα από τα σπλάχνα του λαού και του κινήματος, γιατί υπηρετούσαν τις ανάγκες του και εξέφραζαν το συλλογικό σχεδιασμό του. Γιατί ήταν φρουροί και τιμωροί. Γιατί αποτελούσαν την έμπρακτη απάντηση στο ερώτημα πως θα περιφρουρηθούν οι αγώνες μας από τη βία των αφεντικών, και πως θα αμυνθούμε απέναντι στο επαπειλούμενο αιματοκύλισμα μας. Γιατί εν τέλει, εξέφραζαν την έμπρακτη αποδοχή της βίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και των αναπόφευκτων εμπόδιων που αυτή συναντάει όταν διεξάγεται με πραγματικά επαναστατικούς όρους.
Σήμερα στα Εξάρχεια, αν και βρισκόμαστε σε ένα τελείως διαφορετικό χωροχρόνο από αυτόν που γέννησε τους πολιτοφύλακες του περασμένου αιώνα, συναντάμε τα ίδια ζητήματα με αυτά που συνάντησαν οι προγονοί μας. Ζητήματα οργάνωσης και περιφρούρησης του αγώνα απέναντι στη βία του ταξικού εχθρού. Ακόμα και αν είναι αδόκιμο να προβούμε σε αυτόματες αναγωγές και μιμητισμούς, είμαστε αναγκασμένοι να ξαναδιαβάσουμε την ιστορία, να μελετήσουμε τους λόγους που γέννησαν τις ένοπλες περιφρουρήσεις και να μάθουμε από αυτές. Εδώ λοιπόν, μιλάμε πρωτίστως για το περιεχόμενο και δευτερευόντως  για τη μορφή. Και αυτό γιατί το περιεχόμενο είναι κοινό και αφορά τη διαχρονικά υπαρξιακή ανάγκη του κινήματος να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Η μορφή που τελικά θα πάρει αυτή η υπεράσπιση σήμερα, δεδομένης της βίας που απαιτείται από τη μία, και των ιδιαίτερων σημερινών συσχετισμών από την άλλη, είναι στη δικαιοδοσία του κινήματος να αναλυθεί.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της αναγκαιότητας, για εύρεση απαντήσεων σχετικά με ζητήματα περιφρούρησης του λαού και του κινήματος, εντάσσουμε και τη δίκαιη εκτέλεση του Χαμπίμπι. Εξορμούμενοι από την επιτακτική ανάγκη να μην συνεχίσουμε να παρακολουθούμε απαθείς την άλωση των Εξαρχείων, να μην σκύβουμε άλλο το κεφάλι στη βία που δεχόμαστε από τους τραμπούκους που δρουν στη περιοχή, αλλά και να ανοίξουμε με ωριμότητα τη συζήτηση για τα μέσα πάλης που απαιτούν οι περιστάσεις, προβήκαμε στη συγκεκριμένη ενέργεια. Η επιλογή μας αυτή συνδέεται διαλεκτικά με τις κινητοποιήσεις που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες στα Εξάρχεια ενάντια στις μαφίες και στον γενικότερο κοινωνικό κανιβαλισμό. Eμείς, αποτιμώντας θετικά αυτές τις κινητοποιήσεις θελήσαμε να συμβάλουμε σε αυτές με τους δικούς μας όρους. Γιατί πρωτίστως, σημασία έχει η ενότητα κάτω από ένα κοινό και επιτακτικό στόχο και όχι οι ιδεολογικές ταυτίσεις. Γιατί η μαφία μας έχει κηρύξει τον πόλεμο και δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο. Διαφορετικά, ο καθένας θα κρατάει ψηλά το λάβαρο της ιδεολογικής του καθαρότητας, την ίδια στιγμή που στα Εξάρχεια θα γινόμαστε μια ανυπεράσπιστη μειοψηφία. Ο καθένας λοιπόν ας κάνει την επιλογή του. Ή με το κίνημα και την ιστορία του ή μόνος του συντροφιά με τις ιδεολογικές του αυταπάτες.

Ή ΕΜΕΙΣ  Ή ΑΥΤΟΙ. ΜΕΣΗ ΛΥΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.
ΕΝΟΠΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΩΝ»